Πρώτα θα πούμε τον λόγον του Θεού και εν συνεχεία θα αγιάσουμε την πίτα του Αγίου Βασιλείου, την λεγομένη βασιλόπιτα.
Εδώ και δώδεκα μέρες χριστιανοί μου, εισήλθαμε στο νέο σωτήριο έτος 2009. Στο νέο έτος αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να πάρομε καινούργιες αποφάσεις. Και πιστεύω ότι αυτές συζητούσατε τόσην ώρα μεταξύ σας. Τι αποφάσεις πνευματικές θα πάρετε για το νέο αυτό σωτήριο έτος. Και οι αποφάσεις μας αυτές θα πρέπει να αποβλέπουν, στο πώς να προοδεύσομε πνευματικά. Στο πως θα καλλιεργήσουμε προσεκτικότερα τις αρετές. Στο πως θα επιμεληθούμε τον έσω άνθρωπο. Πως θα επιμεληθούμε την ψυχούλα μας. Που αύριο - μεθαύριο θα βρεθεί μπροστά στο κριτήριον του Θεού. Η επιμέλεια αυτή είναι και το πάν για τη σωτηρία μας. Το πάν.
Κατά πρώτον λόγον εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, που αγωνιζόμεθα τον καλόν αγώνα της πίστεως, που προσευχόμεθα στο όνομα του Ιησού Χριστού, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», που εκκλησιαζόμεθα τακτικά, που μελετάμε την Αγία Γραφή, το Ευαγγέλιο, που εξομολογούμεθα με αληθινή μετάνοια, - δεν ξέρω πόση έχουμε, πόση αληθινή μετάνοια έχουμε όταν εξομολογούμεθα, - που τηρούμε στο κατά δύναμιν το θέλημα του Θεού, δηλαδή τις Ευαγγελικές εντολές, - το ότι ήρθαμε εδώ δε νομίζω ότι έχετε ανάγκη από ένα κομμάτι πίττας τώρα, φάγατε βασιλόπιτα στο σπίτι σας - άρα ήρθατε εδώ, για να ακούσετε και τον λόγον του Θεού, και να προσπαθήσομε κατόπιν, στο κατά δύναμιν, να τηρήσουμε αυτό το θέλημα του Αγίου Θεού, και είμεθα εμείς εκείνοι οι οποίοι συμμετέχουμε, και στο μέγα μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Επίσης προσέχουμε τις αισθήσεις μας, - τις προσέχουμε όμως; Ιδίως τη γλώσσα μας! Τις σκέψεις μας, τους λογισμούς μας, τα διάφορα διανοήματα μας, και τις φανταστικές εικόνες, που προβάλλονται στην οθόνη του νου. Έτσι καλλιεργούμε την νήψη και την προσοχή, και μαζί με την προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, νοιώθουμε, νοιώθουμε, βιώνουμε, με αυτό το όνομα, και με τις προηγούμενες αρετές που ανέφερα, και με την προηγουμένη πνευματική πορεία που προείπα, νοιώθουμε, ένα υπεραισθητό άγγιγμα του Θεού μέσα μας. Κάτι χτυπάει μέσα μας. Υπάρχει μια λαχτάρα. Λαχτάρα έχω για το πότε θα έρθει η ώρα, να πιάσω το κομποσχοινάκι στο χέρι μου και να κάνω προσευχή, λαχτάρα να κάνω κανένα σταυρωτό, να κάνω καμιά μετάνοια αν μπορώ και μου το επιτρέπει η υγεία μου, να πάω στην εκκλησία, να πάω σε ένα κήρυγμα.
Μ’ αυτό το θεϊκό άγγιγμα, το οποίον αρκετοί από σας το έχετε βιώσει, με διαφορετικό τρόπο ασφαλώς ο καθένας, ανάλογα λέω με αυτό που αισθάνεται και βιώνει μέσα του, -αυτό το άγγιγμα του Θεού, - αυξάνεται και η προσευχή. Βλέπεται, μειώνεται η προσευχή; Α… Αρχίζει και απομακρύνεται ο Θεός από μέσα μας. Όσο όμως προσευχόμεθα, τόσο και πιο πολύ ενθυμούμεθα τον Θεό, και τόσο ενοικεί εν ημίν. Δηλαδή κατοικεί μέσα μας και μας θυμίζει την παρουσία Του. Δεν προσευχόμεθα επιπόλαια, βιαστικά, άντε άντε και να τελειώνουμε, πότε θα την κάνομε την προσευχή να τελειώνουμε. - Δεν μπορώ πάτερ βράδυ, τώρα έχω τόσες δουλειές, τελειώνω ώρα έντεκα δώδεκα, πότε να κάνω την προσευχή, α, λέω γρήγορα εκεί, πρ.. πρ.. τελειώνω. - Κανένας δεν σ’ άκουσε !
Πρέπει λοιπόν να προσευχόμεθα με συναίσθηση, ότι ο Θεός είναι μπροστά μας, ολόκληρος, ολόκληρος! Ο Κύριος, ο Τίμιος Πρόδρομος, η Παναγία, η Αγία Βαρβάρα, οι Άγιοι γύρω μας ! Είναι εδώ! Είμαστε μία Εκκλησία εμείς εδώ, η στρατευομένη, στρατιώτες. Που πολεμάμε, όσο ζούμε! Και όλοι οι άγιοι, ανήκουν στην θριαμβεύουσα εκκλησία.
Λοιπόν, μετά από όλα αυτά, γεμίζει ο άνθρωπος και από αγάπη! Όσο αυξάνεται η προσευχή, αυξάνεται και η αγάπη! Και όταν έτσι αισθανόμεθα, τότε και Τον πιστεύομε αληθινά. Μην ακούμε κανέναν ψίθυρο μέσα μας, ή ακούμε τους άλλους: «εγώ πιστεύω». Έχουμε τότε πίστη ζωντανή, φλογερή, δυνατή. Και τότε ακολουθεί ο θείος φόβος!
«Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου», βεβαιώνει ο λόγος του Θεού και αλλού λέγει, α.. θα το ακούτε, όταν το ακούτε με προσοχή, την ώρα που σιωπηλά παίρνετε το αντίδωρο τη Μεγάλη Σαρακοστή, στις προηγιασμένες θείες Λειτουργίες, που λέει εκεί, «Δεύτε τέκνα, φόβον Κυρίου διδάξω ημάς». Το προσέξατε ποτέ αυτό; Όχι τον φόβον του θανάτου, «δεύτε τέκνα διδάξω τον φόβον», όχι τον φόβον της τιμωρίας, όχι τον φόβον της κολάσεως, όχι τον φόβον της δικαίας και αυστηρής κρίσεως του Αγίου Θεού, ούτε φόβο γιατί είναι Δίκαιος Νομοθέτης που τιμωρεί τους παραβάτες. Όχι… Έχω τον τέλειον φόβον της άπειρης αγάπης Του.
Να Τον φοβούμεθα τον Θεόν, αλλά για την θείαν Του μεγαλωσύνη! Για το ότι ενώ είμαστε αμαρτωλοί, μας ανέχεται! Να Τον φοβούμεθα και να τον αγαπάμε γιατί μας περιμένει! Και σένα περιμένει, και σένα περιμένει, και μένα περιμένει.
Να Τον φοβούμεθα διότι κάθε μέρα κάνει ένα δύο πέντε δέκα θαύματα προσωπικά, για τον καθένα μας θαύματα αληθινά. Και το ότι ζούμε σήμερα και δεν πεθάναμε, είναι ένα θαύμα. Να Τον φοβούμεθα λοιπόν για την άπειρη Δόξα Του!
Να Τον φοβούμεθα για τα όσα μεγάλα φοβερά και τρομερά, έχει κάμει για τη σωτηρία μας ο Θεός. Γιατί δε βλέπομε ότι το μεγαλύτερο και το τρομερότερο είναι ότι έγινε άνθρωπος - και το γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα, - στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος! Και ύστερα ήρθε η διδασκαλία, ύστερα ήλθε το Πάθος, η Σταύρωσις, ο Θάνατος, η Ταφή και η ένδοξος Ανάστασις. Να Τον φοβούμεθα λοιπόν για την αγάπη Του, που έφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού.
Να Τον φοβούμεθα για την άπειρη ευσπλαχνίαν, για την πατρότητά Του, για την θεία Του Πρόνοια.
Και αυτός ο θείος φόβος, που είναι ο φόβος των τελείων, γίνεται μέσα στην καρδιά μας, ΦΩΣ !!! Ναι, φώς γίνεται ! Φώς στην ψυχή μας, φώς στο νου μας, φώς στις αισθήσεις μας. Αλλιώς βλέπουν τα μάτια μας, αλλιώς βλέπω το Νίκο, τη Μαρία, την Κατίνα, την Δέσποινα, με συγχωρείτε για τα ονόματα, τον Γιώργο, τον Παύλο, τον Κώστα, αλλιώς. Με το φώς του Θεού πλέον. Και αυτό το φως που πηγάζει απ’ το θείο φόβο, είναι τόσο πολύτιμο, τόσο ουράνιο, τόσο σωτήριο, ώστε ο ίδιος ο Θεός, να μακαρίζει όσους κατέχουν αυτόν τον θείον φόβον λέγοντας «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον». Για το δρόμο που οδηγεί στην κιβωτό της σωτηρίας, και για τη σωστή τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, οδηγός λοιπόν και φως είναι ο θείος φόβος. Και αυτός ο θείος φόβος, δυστυχώς λείπει από τις καρδιές και την ζωή των περισσοτέρων από μας χριστιανών.
Είπαμε ότι προτεραιότητα που πρέπει να δίδομε, στη ζωή μας είναι η επιμέλεια η εσωτερική στην ψυχή μας. Η επιμέλεια αυτή γεννά επαναλαμβάνω την προσευχή, την καθαρή προσευχή, γιατί η προσευχή θα μας ενώσει με τον σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, αφού έχουμε πρόσωπο με πρόσωπο κοινωνία, άρα έχουμε και ένωση, γιατί είναι και μπροστά μας, είναι και μέσα μας. Η προσευχή θα τονώσει την πίστη, θα την κάμει πιο δυνατή, πιο αποτελεσματική, ώστε να μην φοβούμεθα τις κακές ημέρες που έρχονται και που είναι μπροστά μας. Μην παρεξηγείτε τα λόγια μου, άλλα λέμε και άλλα λέτε…
Και τότε θα ακολουθήσει ο φόβος του Θεού. Όχι ο φόβος του θανάτου και της κολάσεως επαναλαμβάνω, αλλά της θείας μεγαλοπρέπειας, που είναι όλη φώς. Ή, ο φόβος, ο θείος φόβος, όλος φώς. Φώς και θείος φωτισμός. Καθαρή προσευχή και δυνατή πίστη, μακαριότητα και Θεία Χάρη, είναι πράγματα που δυστυχώς δεν τα έχουμε. Είναι θεία χαρίσματα που δεν τα κατέχουμε, διότι πολύ εύκολα κατακρίνουμε, και κουτσομπολεύουμε, ακόμα και μέσα στη Θεία Λειτουργία, - με το στόμα βέβαια σπάνια - αλλά με το νου πολύ συχνά. Τι φορά αυτή, α.. έβαλε καινούργια μπλούζα και καινούργιο πουκάμισο. Κοίταξέ την τώρα που πάει και κοινωνάει και με μαντήλα ! Μας έγινε και θεούσα! Α, η Βαρσανουφία τώρα τελευταία, τη βλέπομε πολύ να μιλάει με το Βαρσανούφιο. Λες κάτι να γίνεται; Ου… και τους παντρέψαμε κιόλας, κάνανε και παιδιά! Και άκουσα κι απ το στόμα σας, να λέει, «α την κατεργάρα τα κατάφερε!» Και χιλιάδες άλλες τέτοιες ανοησίες!
Για προσέξτε όταν βγαίνετε, γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος και ο μεγαλύτερος διάβολος, είναι την ώρα που θα βγείτε απ’ την εκκλησία. Αυτόν τον διάβολο να φοβούμεθα. Διότι οι περισσότεροι πριν φτάσομε στα σπίτια μας, ήδη έχομε κάνει καυγά μεσ’ το αυτοκίνητο, ή στο δρόμο. Πού το υπόλοιπον της ημέρας, και ιδίως αν έχομε κοινωνήσει. Αυτά που σας λέω είναι σωστά. Αλλά, με κουτσομπολιά και κατάκριση, προκοπή πνευματική δεν πρόκειται να δούμε. Ούτε και της ψυχής μας τα μάτια θα δουν ποτέ το φως του Θεού. Του θείου αυτού φόβου, για τον οποίον ομιλήσαμε πρίν. Γι αυτό και παραμένουμε τυφλοί, συγχισμένοι, διαρκώς ταραγμένοι, γκρινιάρηδες, κακομοίρηδες, όλο διαμαρτυρόμεθα, όλο οι άλλοι μας φταίνε, εμείς ποτέ. Σαν και μένα έχει και άλλον άνθρωπο; Τι λέμε τώρα!
Χωρίς θείον φόβο δεν καλλιεργείται η αγάπη, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος, στον περίφημον εκείνον ύμνον, αν είχαμε τώρα μια Καινή Διαθήκη και ανοίγαμε εκεί το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο, « Η αγάπη ου φυσιούται ου περπερεύεται», και τα λοιπά, «εάν τας γλώσσες των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπη δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον» και τόσα άλλα. Να τον διαβάζετε καμιά φορά αυτόν τον ύμνον, για να καταλαβαίνετε, όχι τίποτε άλλο, και ’γω και σεις, αν έχομε αγάπη. Εγώ όταν τον διαβάζω λέω αγάπη μηδέν, φρούτ και τραβάω ένα μηδενικό. «Ου περπερεύεται», λέει, «ου φυσιούται, ου καταισχύνεται, τα πάντα υπομένει η αγάπη».
Α, κυρά Μαρία σηκωμένο; Όχι…Δεν πα να … Άρα δεν έχω αγάπη μέσα μου.
Λοιπόν, και αυτή με τη σειρά της, μας φέρνει την ενεργουμένη πίστη. Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, να, τα τρία πράγματα τα οποία ζητάει η εκκλησία μας, όταν βγαίνει το Ποτήριον της Ζωής με το στόμα του Λειτουργού ιερέως. Για προσέξτε λοιπόν τι μεγάλο μάθημα μας έδωσε, ο εκ δεξιών ληστής πάνω στο Σταυρό, όταν επετίμησε τον άλλο ληστή που ήταν αριστερά, γιατί χλεύαζε και κορόϊδευε το Χριστό. Πιθανόν και αυτός στην αρχή… Τι του είπε… Τα θυμάστε; Πιστευω οι περισσότεροι ναι. «Ου δε συ φοβεί τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει;» Δε φοβάσαι συ το Θεό; Που βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή, στην ίδια κατάσταση, υποφέρεις όπως υποφέρει και Αυτός! «Ημείς μεν δικαίως άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν. Ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν». Πεθαίνει αυτός ο άκακος ο αθώος, ο αναμάρτητος; Πεθαίνεις και συ! Υποφέρει και βασανίζεται αυτός; Υποφέρεις και τυραννιέσαι και συ. Δικαίως εσύ! Γιατί συ είσαι ο αμαρτωλός! Γιατί λοιπόν να κατακρίνεις και να χλευάζεις; Γιατί; Απ’ αυτή την παλιοκατάκριση θέλω να σώσω και σας και τον εαυτόν μου.
Άλλωστε η αληθινή αγάπη έξω βάλλει τον φόβον της κολάσεως, και τον φόβον της τιμωρίας και του θανάτου, μας βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής της αγάπης Ιωάννης. Εγώ λέω ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, διότι αγαπώ. Άλλωστε, «ο φόβος κόλασιν έχει», συμπληρώνει ο ίδιος, εκεί στις επιστολές του τις λεγόμενες καθολικές. Όταν λοιπόν έχεις μέσα σου θείον φόβον, φωτισμόν Θεού, πίστιν, προσευχή και αγάπη, ουδέποτε θα κουτσομπολέψεις και θα κατακρίνεις τον πλησίον σου.
Κάποτε ο γέροντάς μου, ο πατήρ Εφραίμ, είδε το εξής φοβερόν όραμα. Βρέθηκα, μας διηγείται, όπως μας το διηγείται, -μας το έχει διηγηθεί πέντε δέκα φορές μέχρι τώρα,- σε ένα απέραντο τόπο, όπου υπήρχαν χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι, πάσης ηλικίας και φύλου. Και μπροστά σ’ αυτό το πλήθος, στεκόμουν και γώ. Απέναντι από μένα βρισκόταν ένας γίγαντας, ένας δαιμόνιος άνθρωπος, ένας φοβερός κατήγορος, έτοιμος να κατηγορήσει, και να τους καταδικάσει όλους, με επιχειρήματα σατανικά. Επιχειρήματα που του έδιδε αυτό το πλήθος. Το αξιοπερίεργον λοιπόν ήτο, ότι όλο αυτό το πλήθος, ήταν βουβό, είχαν μεν όλοι στόματα, όπως και μάτια και τα λοιπά και πρόσωπο, αλλά το στόμα τους ήταν κλειστό. Ήταν όλοι τους μουγγοί. Διότι όλοι τους ήσαν αναπολόγητοι σ’ αυτή την κρίση που γινόταν, σ’ αυτό το δικαστήριο. Και τώρα τι θα γίνει; Τι πρέπει να κάνω εγώ; Και αμέσως του λέγω θαρρετά. Ο γέροντας, λέει θαρρετά, στον δαιμόνιο αυτόν άνθρωπο. Δεν μπορείς να τους καταδικάζεις όλους αυτούς τους ανθρώπους εσύ, επειδή συ έτσι το θέλεις! Εκεί τότε εκείνο το φοβερό δαιμόνιο, άρχισε να κατηγορεί τον καθέναν χωριστά, για τα αμαρτήματά του. Και πρώτον, διότι δεν είχε κανείς μετάνοια. Το επαναλαμβάνω σε όλους. Δεν είχε κανείς μετάνοια! Δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, δέκατο, θα απαριθμήσω μερικά απ’ αυτά. Ο ένας ήταν κλέπτης. Ο άλλος, μέρα νύχτα έλεγε ψέματα. Ο άλλος ήταν υπερήφανος. Και για να μη λέω ο άλλος, ο άλλος, λέω, εγωιστής, κενόδοξος, πόρνος, μοιχός, παιδεραστής, ομοφυλόφιλος, φονιάς, πατροκτόνος, μητροκτόνος, εκτρώσεις, αρσενοκοιτία, μέθυσοι χαρτοπαίκτες, λίδοροι, μαλακοί, δειλοί, φιλάργυροι, οργίλοι, θυμώδεις, κατακριτές, κουτσομπόληδες, αργολόγοι, αιμομίχτες, φθονεροί, ζηλιάρηδες, άδικοι, άρπαγες, δόλιοι, πονηροί, χωρίς προσευχή, χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς εξομολόγηση και μετάνοια, χωρίς Θεία Κοινωνία, ανελεήμονες, άσπλαχνοι, άστοργοι, ασεβείς προς τους γονείς και μεγαλυτέρους, κακούργοι, αναρχικοί, ανήθικοι, αργόσχολοι, σκληροτράχηλοι, αγνώμονες, αχάριστοι, θέλετε να πω και άλλα; Και γώ, λέει ο γέροντας, τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς. Να τι κάνει το κομποσχοινάκι σας! Α, πούντα; Να τι κάνει η προσευχή. Να τι κάνει η αγιασμένη ζωή, να τι κάνει η παρρησία προς το Θεό! Υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο που είναι αμετανόητος. Και τους παίρνεις φώς! Και θείον φόβον! Για να έρθει στη μετάνοια ! Και όμως αυτός τους καταδίκαζε, με βάση την Αγία Γραφή διότι όλες αυτές οι αμαρτίες που ανέφερα, είναι όντως γραμμένες, σε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και στο Ευαγγέλιο. Και συνεχίζει ο γέροντας: Κι όμως εγώ τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς, επικαλούμενος την ευσπλαχνία του Θεού, την άκρα μακροθυμία Του και το έλεός Του. Όχι, φώναζε αυτός, θα καταδικαστούν όλοι τους, στους αιώνας των αιώνων, διότι δεν είχαν μετάνοια ειλικρινή, θείον φόβον, αγάπη, μυστήρια, προσευχή, ελεημοσύνη, θεία μυστήρια, και δε συγχωρούσε ο ένας τον άλλον. Και άμα ξέρετε, θυμώσουμε λιγάκι, κατεβάζουμε μια μούρη μέχρι κει κάτω, έτσι, μέχρι κει κάτω πάει η μούρη μας. Ιδίως μεταξύ των συζύγων. Μη παρεξηγείται κανένας. Και μεταξύ φίλων, και μεταξύ συνεργατών, και μεταξύ γειτόνων, και μεταξύ παπάδων, και μεταξύ δεσποτάδων, και μεταξύ μοναχών, και μεταξύ όλων ημών. Έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους μουγκούς και βουβούς, και τους λυπόμουνα κατάβαθα. Δεμένες οι γλώσσες τους. Κλειστά τα στόματά τους. Και όμως εγώ δεν σταματούσα να αντιμάχομαι, -προσέξτε τώρα με τι αντιμάχομαι,- όχι εγώ, ο γέροντας. Με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, μετάνοιες, κομποσχοίνι, ελεημοσύνη, εγκράτεια, δάκρυα παρακλητικά προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και την Παναγία Μητέρα Του. Και ενώ συνεχώς μαχόμουν μαζί του, λέγοντας αυτός τα δικά του, και ’γω αντιλέγοντας, υπερασπιζόμενος όλους αυτούς, ακριβώς τότε, από τις πολλές φορές, που έλεγε κείνος και έλεγε και ο γέροντας, ήλθε εις εαυτόν. Και ερχόμενος εις εαυτόν, είπα. «Και τώρα τι γίνεται; Παναγία μου φώναξα μέσα στο κελί μου, Χριστέ μου, σε τι μέρες ζούμε; Χάνονται εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ψυχές. Χριστέ μου, πού πάμε; Πού πάμε; Πού πάμε;
Η ώρα του θανάτου έρχεται, οι άνθρωποι και μείς μαζί τους περπατάμε αδιάφοροι. Μας κατέλαβε όλους μια απέραντη πνευματική νάρκη και ραθυμία. Ούτε πίστις, ούτε Θεός, ούτε αγάπη, ούτε έλεος προς τον πλησίον, ούτε συμμετοχή στα άγια μυστήρια, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοια, ούτε δάκρυα. Πώς θα σώσουμε; Πώς;
Θα σας πω όμως μια ιστορία για μια μαμή, πώς σώθηκε επί των παιδικών μου ημερών. Τρείς γυναίκες το 1938, ξεκίνησαν για εξομολόγηση, στον όσιο Γεώργιο Καρσλίδη, που ασκήτευε στη Σίψα της Δράμας. Έξω απ’ τη Δράμα δέκα χιλιόμετρα. Ο Άγιος που είχε μεταξύ των πολλών χαρισμάτων, το προορατικόν, το προφητικόν και τα λοιπά, αυτός ο Άγιος λοιπόν, - μικρό είναι το εκκλησάκι του, όσοι έχετε πάει στη Σίψα, το έχετε δει το εκκλησάκι πόσο μικρό είναι και πόσο το κελάκι του, ύστερα κατόπιν οι μοναχές το μεγάλωσαν λιγάκι, αλλά το πρώτο και το παλιό ήτανε πολύ μικρό,- βγήκε μπροστά στην πόρτα, και όταν οι γυναίκες έφτασαν περίπου στα είκοσι μέτρα τις σταμάτησε. Εεπ, σταθείτε εκεί, (εδώ δηλαδή στην πόρτα). Για σταθείτε. Στάθηκαν οι καημένες, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Από μακριά τις έλεγε τις αμαρτίες τους. Και αποκάλυπτε ακόμα και τι είχαν κρυμμένα μέσα στις τσέπες τους. Δεν έβλεπε μόνο τις καρδιές. Έβλεπε και τις άκρες εδώ των ρούχων τους στη γωνία εδώ, σ’ αυτή τη γωνία, τι κρύβανε. Πούχαν πάρει απ’ τους χοτζάδες τις Κομοτηνής. Απευθύνεται λοιπόν σε αυτήν που ήταν αριστερά και της λέει, «Εσύ κυρά Μαριώ, είσαι αθεόφοβη, δεν έχεις καθόλου φόβον Θεού, γιατί; γιατί τα χέρια σου είναι ματωμένα. Είσαι μαμή αλλά και φόνισσα. Καθαρά πράματα, ξεκάθαρα. Σκοτώνεις τα μωρά στις κοιλιές των εγκύων γυναικών, των μανάδων που δεν είναι μάνες, και συ είσαι μια διαβολογυναίκα, και ήρθες εδώ με την παρέα τρέμοντας απ’ το φόβο σου, να σου διαβάσω μια ευχή, για να σου φύγουν οι εφιάλτες. Γι’ αυτό ήλθες! Δεν ήρθες γιατί έκανες φόνους, αλλά γιατί είχες εφιάλτες. Και δεν μπορούσες να κοιμηθείς! Βλέπεις μωρά στον ύπνο σου διαρκώς, να θέλουν να σου βγάλουν τα μάτια. Και σου λένε, γιατί κακούργα μας σκότωσες; Γιατί; Και πετάγεσαι πάνω τρομαγμένη, και πηγαίνεις ύστερα στο γιατρό, για να του ζητήσεις τα τότε εκείνης της εποχής ψυχοφάρμακα. Για να σου διαβάσω λοιπόν εγώ ευχή, πρέπει να εξομολογηθείς πρώτα, και ύστερα από σήμερα, πρώτον, δεν θα ξεγεννήσεις με σκοπό τον φόνον του εμβρύου. Δεν θα το δεχτείς ποτέ! Αλλιώς στον πρώτο φόνο που θα κάνεις θα πεθάνεις αμέσως, την ίδια ώρα. Που να τολμήσει ξανά να κάνει τέτοιο πράγμα!- Δεύτερον, Δεν θα ξαναδώσεις δηλητηριώδη φυτά, αυτό που λέει και ο όρκος του Ιπποκράτη, δεν ξέρω αν έχουμε κανένα γιατρό εδώ, θα του δώσω φθόριον, λέει, για να κάνει η γυναίκα αποβολή. Τρίτον, θα ξεγεννάς κανονικά, και τα λεφτά που θα σου δίνουν θα τα δίνεις όλα μέχρι δεκάρας, στο γηροκομείο της Δράμας. Τέταρτον, θα εξομολογηθείς ύστερα από τρείς μήνες εδώ, αφού προηγουμένως προετοιμαστείς σωστά. Πέμπτον, δεν θα κοινωνήσεις παρά μόνον μία φορά στη ζωή σου, και αυτή θα είναι η τελευταία εβδομάδα της ζωής σου πάνω στη γη. Τρομαγμένη αυτή, είχε πέσει, κόντεψε να λιποθυμήσει, είχε πέσει και κάτω, λέει «και πώς θα ξέρω η άμοιρη, τούπαν και οι άλλες, πώς θα ξέρει λέει, ποια είναι η τελευταία εβδομάδα της ζωής; Δεν θα αρρωστήσεις ποτέ, απάντησε ο άγιος, παρά μόνον μία φορά, και θα σε πάνε στο νοσοκομείο της Δράμας. Αυτή η εβδομάδα που θα μείνεις θα είναι και η τελευταία της ζωής σου, τότε θα ζητήσεις τη Θεία Κοινωνία, για να την πάρεις ως εφόδιο για την άλλη ζωή, και ο Θεός να σε συγχωρέσει. Αυτός είναι ο κανόνας σου και αλίμονό σου αν δεν τον τηρήσεις. Έτσι και έγιναν σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων, όπως εμένα μου τις διηγήθηκαν τώρα.
Θυμάστε, που το περιγράφει το βιβλίο, όσοι έχετε διαβάσει την ζωήν και τον βίον του Αγίου Γεωργίου του Καρσλίδη, του νέου αυτού ομολογητού, που ’πε σε μια δασκάλα πού ’κανε μία έκτρωση, μία, πρέπει να αρχίσω να την βάζω και γώ αυτή την τιμωρία, αυτό τον κανόνα μάλλον, ξέρετε τι την έκανε, το ξέρετε ε; της είπε επί τρία καλοκαίρια, θα ντύνεσαι σα τσιγκάνα, με βρώμικα ρούχα και μπογιές πασαλειμμένη στο πρόσωπο και στα χέρια, θα ζητιανεύεις αυτά τα τρία καλοκαίρια, δασκάλα του ’38, σκεφτείτε τι τιμή είχε τότε μια δασκάλα, ε! Λοιπόν, και τα λεφτά που θα μαζεύεις από ζητιανιά, τα ψωμιά και ό,τι άλλο σου δίνουν, θα τα πηγαίνεις στο γεροκομείον της Δράμας. Και αφού περάσουν τα τρία χρόνια, τότε θα έλθεις, τότε θα σου διαβάσω ευχή, και τότε θα κοινωνήσεις. Όποιος έβριζε τα θεία; Μμμμ, να κάτι που πρέπει να εφαρμόσουμε όλοι οι πνευματικοί στις ημέρες μας και δεν το κάνομε, και θα μας πιάσει ο Θεός απ’ τη γλώσσα και απ’ το λαιμό, και δεν ξέρω από πού αλλού, να τους βάζουμε αυτό που τους έκανε αυτός, να γλύφουν, όλη την Εκκλησία από την είσοδο, μέχρι μπροστά εδώ το Άγιο Βήμα, έτσι με τη γλώσσα τους κάτω, τώρα έχει και χαλιά και είναι και εύκολο, όχι, όχι, όταν θα είναι τα πλακάκια.
Να λοιπόν πως έρχεται η σωτηρία! Η σωτηρία έρχεται με τη μετάνοια! Να λοιπόν η διόρθωσις, η αλλαγή της ζωής, ο Θείος Φόβος, το πετραχήλι του Πνευματικού, η μετάνοια και το πετραχήλι θα φέρουν τον θείο φωτισμό, θα εκκλησιάζεται κατόπιν ο άνθρωπος, θα κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, σύμφωνα με όσα εντέλεται η Εκκλησία, θα υπακούει κατά πάντα στο θέλημα του Αγίου Θεού! Θα ταπεινώνεται και θάχει την ελπίδα πάντοτε στον Πανάγιο Θεό ότι δεν θα τον εγκαταλείψει όσο αμαρτωλός και αν είναι!
Αν εσώθη ο ληστής πάνω στο Σταυρό, υπάρχει ελπίδα για όλους μας. Την είδατε την μοιχαλίδα; Επ’ αυτοφόρω πιάστηκε να μοιχεύει! Την φέραν μπροστά στο Χριστό και σύμφωνα με το Νόμο έπρεπε να λιθοβοληθεί. Ο αναμάρτητος πρώτος βαλλέτω τον λίθον. Και κανένας δεν σήκωσε την πέτρα. Που είναι λέει αυτοί που σε κατακρίνουν; Δεν είναι κανένας εδώ Κύριε! Λοιπόν, ούτε εγώ σε κατακρίνω. Ποιος από εμάς είδε έναν που αμάρτησε κατ αυτόν τον τρόπον, και δεν τον κατέκρινε;
Τον Θεόν θα μιμούμεθα! Μιμηταί Θεού γίνεσθαι, λέει ο Απόστολος Παύλος. Άγιοι γίνεσθε ότι Άγιος ειμί Κύριος ο Θεός. Αγίασον ημών τας ψυχάς και τα σώματα, ευχόμεθα εδώ, στο θυσιαστήριο εμείς οι λειτουργοί. Και στο «εν παντί καιρώ» λέμε «τας ψυχάς ημών αγίασον, τα σώματα άγνισον, τους λογισμούς διόρθωσον, τας εννοίας κάθαρον» τι ωραία που είναι! Να πως η σωτηρία, να πως η παρρησία. Να η ελπίδα πως γιγαντώνεται μέσα στον άνθρωπον, και ο άνθρωπος σώζεται! Γι’ αυτό λοιπόν, όλοι μας όσοι είμαστε εδώ αυτή τη στιγμή, να είμεθα υπερβέβαιοι ότι ο Θεός θα μας δώσει χρόνον μετανοίας, αρκεί να μην Τον ξεχνάμε. Διότι αυτός είναι ο μόνος φιλάνθρωπος. Αυτός είναι που δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού. Όσο ζει, διότι θέλει να επιστρέψει κοντά Του.
Πιστεύω πως όλοι μας οδεύουμε σ’ αυτόν τον δρόμον, τον καινούργιον αυτόν χρόνον που ήλθε. Και αυτός ο δρόμος είναι δρόμος της σωτηρίας, με όσα συμεπάγεται αυτή η πορεία και αναφέραμε πολύ ταπεινά εδώ.
Αδελφοί μου, Αυτώ η δόξα, και το κράτος και η τιμή, και η δύναμις και η προσκύνησις, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου