140 β
Θα ήθελα να κάνουμε σήμερα λόγο για την ταπείνωση.
Βέβαια ξέρω ότι την έχουμε όλοι μας και δεν χρειάζεται να μιλάμε για πράγματα που έχουμε,… αλλά, έ, επειδή άλλος την έχει πολλή πολλή ας πούμε, και άλλος την έχει μέτρια, άλλος την έχει λίγο, έ, ας πούμε να δούμε πως την βλέπουν και την ταπείνωση οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Και ειδικότερα μάλιστα όπως την εκφράζουν οι άγιοι ερημίτες και ησυχαστές. Γιατί σ’ εκείνους έδιδε πλήθος από αρετές, τους επλούτιζε από χαρίσματα, και όμως εκείνοι εφρόντιζαν με πολλή επιμέλεια να τις κρύβουν.
Να βλέπεις καμιά φορά, η καρδιά σου να βράζει από την ενεργουμένη μέσα σου προσευχή, και την νοερά ακόμα, και η επιμέλειά σου είναι τέτοια ώστε να μην μπορεί να την γνωρίζει κανένας, ούτε και να την καταλαβαίνει. Να το αντιλαμβάνεται πιθανόν ο πλησίον σου, ο συγγενής σου, ο φίλος σου, ο γείτονας, και συ να το αρνείσαι. Είναι αυτό ταπείνωσις!
Να αγαπάς τον πλησίον σου, ακόμα και τον εχθρόν σου και να τον ελεείς κρυφά, και το σπουδαιότερον να προσεύχεσαι γι’ αυτόν μέρα νύχτα, και να λες καλά λόγια γι’ αυτόν, να τον δικαιολογείς για τις πράξεις του, αυτό είναι ταπείνωσις.
Σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κάνω κηρύγματα. Και πρωινά, και εσπερινά, και βραδινά, και στους ναούς και στις αίθουσες και σε σπίτια. Συμμετείχα σε περισσότερες από δέκα χιλιάδες Θείες Λειτουργίες, από ό,τι έχω υπολογίσει, και όλες βέβαια με αναξιότητα. Και εγράφησαν αυτά που εγράφησαν. Εάν πιστέψω ότι όλα αυτά είναι δικά μου, και περάσει και ψιλός λογισμός, τότε είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια, κενοδοξία, εγωισμό και οίηση. Ταπείνωσις μηδέν. Έχουν γίνει με τη χάρη του Θεού και χιλιάδες εξομολογήσεις. Σας βεβαιώνω λοιπόν και άλλα πάρα πολλά τα οποία δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, σας βεβαιώνω λοιπόν ότι τίποτε από αυτά δεν θα με σώσει. Τίποτα. Τα έργα δεν σώζουν τον άνθρωπο. Κανένα δεν σώζει. Δεν πιστεύουμε στην εργοσωτηρία όπως πιστεύουν οι αιρετικοί. Και οι προτεστάντες, και οι παπικοί. Η ταπείνωσις σώζει. Και αν τυχόν σωθώ, θα σωθώ μόνον από το έλεος του Θεού που απορρέει από τη Σταυρική Του Θυσία και όχι από τα δήθεν έργα. Μπορεί όμως να σωθώ και αν μου κάνετε λίγη προσευχή. Δεν αποκλείεται να με λυπηθεί ο Θεός.
Εκατοντάδες ιερείς και επίσκοποι, Μητροπολίτες και Πατριάρχες, ιεροκήρυκες, προϊστάμενοι εκκλησιαστικών οργανώσεων, ακόμα και γεροντάδες με συνοδείες, και πολλοί άλλοι ρασοφόροι, ακόμα και λαϊκοί θεολόγοι και μη, με πολλές πολλές δραστηριότητες, ποικίλες ποιμαντικές δραστηριότητες, και θαυμαστές και αξιέπαινες μέσα στον κόσμο, όλοι μαζί τότε θα παρουσιαστούμε στην κρίση του Θεού και θα του πούμε: «Κύριε ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν; Στο όνομά σου δεν κηρύξαμε τον λόγον, το λόγο Σου, δεν προφητεύσαμε;» Ακόμα και προορατικοί γινήκαμε! Μερικοί από μας γίναμε και διουρητικοί. «Ου τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν;» Θα του πούμε; Δηλαδή με τις εξορκιστικές ευχές που διαβάσαμε, βγήκαν ακόμα και δαιμόνια! «Και τω Σω ονόματι πολλάς δυνάμεις εποιήσαμεν». Κάναμε δηλαδή και θαύματα. Όχι μόνο θεραπείες ασθενών ή ναρκομανών, αλλά και σώσαμε και ανθρώπους από το βούρκο της αμαρτίας ή μιας οιασδήποτε οικονομικής καταστροφής. Χτίσαμε ναούς και αίθουσες. Κάναμε.. κάναμε και ιεραποστολές, … και τι δεν κάναμε… Πολλά και θαυμαστά έργα! Και τότε θα γυρίσει ο Θεός και θα πει σε όλους εμάς, που καμαρώσαμε και αναφέραμε αυτά τα πράγματα που αναφέραμε στον Θεόν, «Ουδέποτε έγνων υμάς». Ποτέ δε σας εγνώρισα για δικούς μου μαθητάς. «Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». Φύγετε από μπροστά μου, διότι υπήρξατε εργάτες της ανομίας, δηλαδή χρησιμοποιήσατε τα χαρίσματα που σας έδωσα για δική σας ωφέλεια, για δική σας επίδειξη. Για να προβληθεί το όνομά σας, για να ικανοποιήσετε τον εγωισμό σας, τη ματαιοδοξία σας, την υπερηφάνειά σας, την εκμετάλλευση των αδυνάτων, την συγκομιδή αργυρίων και την ικανοποίηση πολλών πολλών πολλών πολλών άλλων παθών. Υπήρξατε ακόμα μερικοί από σας και θρησκειοκάπηλοι, η αμοιβή σας ποια είναι; Η καιομένη λίμνη πυρί και θείω. Αυτή να είναι η αμοιβή σας. «Εις το πύρ το αιώνιον, τω ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».
Εάν χριστιανοί μου δεν εξετάζομε και δεν ερευνούμε με αυτόν τον τρόπο την ζωή μας, τότε είμεθα γεμάτοι από υπερηφάνεια και δαιμονική αλαζονεία, ταπείνωσις μηδέν. Αυτά βέβαια που είπα αφορούν εμάς κατ’ εξοχήν τους κληρικούς και πρώτον εμένα. Διότι πράγματι θα παρουσιαστούμε και θα Του πούμε «ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν και δαιμόνια εξεβάλλομεν». Και πράγματι θα ακούσουμε οι περισσότεροι από μας, «υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, οι εργάτες της ανομίας».
Ο Απόστολος Παύλος εκφράζει κάποιον φόβον, που έχει μέσα του μια πολύ μεγάλη αλήθειαν. Λέγει «μήπως άλλοις στηρίξας, αυτός εγώ αδόκιμος γένομαι;» Δηλαδή υπάρχει κίνδυνος, μήπως ενώ έχω κηρύξει σε τόσα έθνη το Ευαγγέλιον της σωτηρίας του Χριστού, εγώ στο τέλος να αποδοκιμαστώ απ’ το Θεό, γι’ αυτό και ανέφερα σαράντα οκτώ χρόνια ηρύγματα. Σαράντα χρόνια ιερωσύνης, Θείας Λειτουργίας, Εξομολογήσεων, ευχών, ευχών, ευχών και δεν ξέρω τι άλλο… Μήπως λοιπόν στο τέλος αποδοκιμαστώ απ’ τον Θεόν; Διότι εργάστηκα για τον εαυτό μου, για το όνομά μου, για την καλοπέρασή μου, και δεν ξέρω για ποια άλλη ικανοποίηση ανομίμου πάθους.. Αν αυτό το ομολογεί ο Απόστολος Παύλος, εγώ τι πρέπει να ομολογώ στον εαυτόν μου; Αλλά και στον λαόν του Θεού, δηλαδή σε σας. Και ο Απόστολος Παύλος για να φυλαχθεί από όλα αυτά γράφει στον ίδιο στίχο, «Υποποιάζω το σώμα μου και το δουλαγωγώ». Καταταλαιπωρώ δηλαδή το σώμα μου και το υποβάλω σε σκληρή πειθαρχία. Με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, οδοιπορίες, ξευτελισμούς, ταπεινώσεις, και άλλα πολλά όσα ο ίδιος περιγράφει εκεί σε μια του επιστολή. Να η αληθινή ταπείνωσις. Εγώ τι κάνω; Τίποτα! Όσα έγιναν όμως ποιος τάκαμε; Ο Θεός! Ο Θεός κηρύσσει. Αυτή τη στιγμή με κράτησε στην υγεία, με έφερε απ’ το σπίτι εδώ και μου δίδει το λόγο για να μιλήσω. Αυτή τη στιγμή μπορεί να αγγίξει ένα κύτταρο από τον εγκέφαλό μου και να αρχίσω αυτήν την στιγμή να τραυλίζω. Αυτή τη στιγμή μπορεί να πέσω κάτω νεκρός. Αυτή τη στιγμή. Μη σας φαίνεται παράξενο. Ο Θεός έδωσε και δίδει και τη σοφία και τη δύναμη και το λόγο και τη γραφίδα, και όλα τα χαρίσματα. Δεν είναι ταπεινολογία. Είναι μία σκληρή πραγματικότητα. Τι έχω και δεν το έχω λάβει από τον Άγιον Θεό; Τι έχεις εσύ και δεν το πήρες απ’ το Θεό. Τι έχεις και συ και δεν το πήρες απ’ το Θεό; Τι έχουμε όλοι μας και δεν τάχουμε πάρει απ’ το Θεό; Τι είναι δικό μου και τι είναι δικό σου; Και γιατί υπερηφανεύομαι γι’ αυτό; Γιατί το επιδεικνύω; Που είναι η ταπείνωσίς μου;
«Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία. Τότε ευρίσετε ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών». Που είναι η πραότητα και που είναι η ταπείνωσις; Που είναι το πνεύμα του Αγίου Θεού; Που είναι ο νούς Χριστού;
«Τι έχεις ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών»; Το τονίζει βεβαιωτικά ο Απόστολος Παύλος, εκεί στην Πρώτη Προς Κορινθίους. Άρα καμμιά καύχησις και κανένας έπαινος. «Ο καυχόμενος εν Κυρίω καυχάσθω, εντέλλεται ο λόγος του Θεού, και πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις ανήκει μόνον στον Πατέρα, στον Υιόν και στο Πανάγιο Πνεύμα». Δεν αποδίδομε δόξα, τιμή και έπαινο στους ιερείς. Σε κανέναν. Η τιμή πρέπει και η δόξα να αποδίδεται μόνο εις τον Πανάγιον Θεόν, που τον φωτίζει και τον κάνει καλό υπηρέτη και διάκονό Του. Και ας μην ξεχνάμε ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ του Πατρός των Φώτων». Το λ’εμε και εις την οπισθάμβωνο ευχή. Τελεία και παύλα. Μόνον αυτή η αναγνώρισις είναι ταπείνωσις. Ταπείνωσις. Ταπείνωσις. Και μόνη της αυτή μας σώζει.
Ένας άνθρωπος ονόματι Σιλβανός, που ήτο προηγουμένως θεατρίνος, θέλησε να γίνει μοναχός στη μονή του Αγίου Παχωμίου. Έτσι αρνήθηκε τον κόσμο, και πήγε στον όσιο. Τα πρώτα πράγματα που τούπε ο όσιος είναι ότι «να προσέχεις, διότι η μοναχική ζωή εδώ απαιτεί και κόπους και θυσίες και έχει ανάγκη να αγρυπνάς συνεχώς, να έχεις υπομονή και υπακοή, φρόνιμες και συνετές σκέψεις, να προσέχεις τους λογισμούς σου, για να μπορέσεις έτσι με τη χάρη του Θεού να αντισταθείς στο διάβολο, ο οποίος διαρκώς μέρα νύχτα μας πιέζει, και σένα θα σε πιέζει ευκολότερα διότι έχεις δώσει δικαιώματα με τον προηγούμενο βίο. Ε, θεατρίνος ήσουν, διαρκώς μεσ’ την αμαρτία ζούσες».
Συμφώνησε ο Σιλβανός ότι θα τα εκτελεί όλα. Όσα διδάσκει, όχι μόνο ο μεγάλος Άγιος, αλλά και όσα εντέλλεται η μοναχική αγγελική πολιτεία. Αφού λοιπόν αγωνίστηκε για αρκετόν καιρό, άρχισε να παραμελεί την σωτηρία του, όπως κάνουμε και μεις, μας πιάνει ο πρώτος ενθουσιασμός, κάνουμε λίγα πράγματα τις πρώτες μέρες κι ύστερα τις υπόλοιπες τα ξεχνάμε, και να οι τούμπες η μία πίσω από την άλλη. Και άρχισε να λέει και διάφορα αστεία, σαν και αυτά που ήξερε τότε όταν ζούσε στα θέατρα. Τονε κάλεσε ο Άγιος και τον διέταξε να αποβάλει το μοναχικό του σχήμα. Μπρός στους αδελφούς, να φορέσει τα παλιά του κοσμικά ενδύματα και να επιστρέψει στον κόσμο. Ε βέβαια συνήλθε όπως καταλαβαίνετε, ο Σιλβανός, έπεσε στα πόδια του Αγίου, ζήτησε συγχώρεση, τον παρακάλεσε βέβαια να τον συγχωρέσει ακόμη μια φορά και τελευταία, και ότι από σήμερα θα βάλει μια καινούργια αρχή. Του έδωσε βέβαια τις απαραίτητες συμβουλές που χρειαζότανε, ο άγιος, και αφού έλαβε την διαβεβαίωση από τον Σιλβανό, ότι θα διορθώσει τον εαυτό του, τον κράτησε.
Αλλά ο Άγιος ζήτησε εγγυήσεις. «Για να παραμείνεις εδώ θέλω εγγυήσεις». Τότε ένας μοναχός, φιλάδελφος, ο Πετρώνιος, θαυμάσιος μοναχός, εδέχθη να εγγυηθεί, ότι ο Σιλβανός, -θα τον πάρει κοντά του βέβαια,- θα τηρήσει τις υποσχέσεις του, και έτσι ο άγιος, τον συγχώρησε και τον κράτησε κοντά του. Τον ευλόγησε βέβαια και τον παρέδωσε στον Πετρώνιο.
Ο Σιλβανός έλαβε την συγχώρηση και όταν την έλαβε από κείνη την ημέρα, τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν του, ώστε έγινε τύπος και υπογραμμός για ολόκληρη την αδελφότητα, και ιδιαιτέρως για όλες τις αρετές που κατόρθωσε και προπαντός διότι καλλιέργησε τα κατά Θεόν δάκρυα. Τα δάκρυα του πένθους, της συντριβής και της μετανοίας. Τόσο πολύ τον διέκρινε η κατάνυξις, ώστε και όταν ακόμα έτρωγε, πολλές φορές τα δάκρυά του έτρεχαν σαν ποτάμι και γέμιζαν το πιάτο το λιτό, του φαγητού του, από τα δάκρυα. Και έτσι εφαρμόζονταν σ’ αυτόν, το ψαλμικόν που λέγει ότι «σπονδόν ωσεί άρτον έφαγον, και το πώμα μου μετά κλαυθμού εκίρνον». Δηλαδή και το νερό που έπινα το γέμιζα από τα δάκρυα της μετανοίας μου. Ο άρτος που έφαγα και που έτρωγα ήταν σαν στάχτη, η ερμηνεία του στίχου. Και το νερό το ανακάτευα με τα δάκρυά μου.
Βέβαια οι άλλοι μοναχοί που τον έβλεπαν να τρώει στο τραπέζι και να χύνει τόσα δάκρυα του είπαν ότι μήπως πρέπει να συγκρατείται, ειδικότερα όταν υπάρχουν και ξένοι στην τράπεζα, όπως συμβαίνει συνήθως, γιατί στα ανδρικά μοναστήρια, συνηθίζεται και δεν το είδαμε πουθενά αυτό να παραβιάζεται, στην τράπεζα των μοναχών να συγκεντρώνονται οι άρρενες προσκυνητές. Του ζητούσαν βέβαια με πολλή επιμονή να μάθουν γιατί έχει τόσα πολλά δάκρυα, και γιατί εμείς δεν μπορούμε; Να δακρύζουμε και να κλαίμε όπως ακριβώς εσύ.
«Πώς λοιπόν», τους απαντούσε εκείνος, «να μη χύνω δάκρυα μετανοίας, όταν βλέπω να με υπηρετούν άγιοι, των οποίων ακόμη και η σκόνη από τα πόδια τους έχει μεγάλη αξία. Ενώ εγώ δεν είμαι άξιος για τίποτα; Δεν πρέπει λοιπόν να πενθώ, να κλαίω; Πέστε μου, αξίζω εγώ ο θεατρίνος, να υπηρετούμαι από τέτοιους αγίους που με περιβάλλουν; Πενθώ λοιπόν αδελφοί μου, διότι φοβούμαι καθημερινώς, μήπως με καταπιεί η γη, και φοβούμαι διότι ενώ έχω γνωρίσει τόσα πράγματα, εν τούτοις αμελώ την ψυχική μου σωτηρία».
Αυτό αφορά όλους μας. Δεν αφορούσε μόνον τον Σιλβανό. Διότι ενώ έχουμε γνωρίσει του κόσμου τα πράγματα από την θεϊκή διδασκαλία του Κυρίου μας, είτε από το Ιερό Ευαγγέλιο, είτε μέσα από τα Ιερά Μυστήρια, και ειδικότερα από τη Θεία Κοινωνία, -πόσες χάρες μας έχει δώσει; Είτε μέσα από την ταπεινή μας προσευχή, την πρωινή, τη βραδινή, είτε από άλλα ψυχοφελή πνευματικά νηπτικά βιβλία, είτε μέσα στο ιερό εξομολογητήριο, εν τούτοις βλέπουμε ότι εξ αιτίας των παθών που μας πιέζουν, πολλές φορές αμελούμε την ψυχική μας σωτηρία, μη καλλιεργώντας καθημερινά τις Ευαγγελικές αρετές. Και κάνουμε το χειρότερο απ’ όλα. Βλέπομε τις καμπούρες των άλλων, βλέπομε τα ελαττώματα των άλλων, τις ελλείψεις των άλλων, τις αδυναμίες των άλλων, και παραβλέπομε τελείως τις δικές αδυναμίες, που είναι ασυγκρίτως περισσότερες από του διπλανού μας, και μάλιστα οι περισσότερες είναι και κρυφές, αν των άλλων είναι φανερές. Αυτό σημαίνει ότι όταν ασχολούμαι και ειδικότερα όταν κατακρίνω τις αδυναμίες των πλησίον, και μέσα στην οικογένεια ακόμα, γιατί ζούμε μέσα σε μια κοινωνία η οποία παραπαίει, στο πλήθος των ανομιών και της κακότητος και της πονηρίας, εάν λοιπόν προσέχουμε διαρκώς και κατακρίνουμε, τότε βλάπτομε την ψυχική μας σωτηρία και δεν καλλιεργούμε την ταπείνωση.
Μ’ αυτόν τον τρόπον περίπου, αγωνίζετο εκείνος ο Σιλβανός. Και οι θεατρίνοι, και ειδικότερα την παλιά εποχή, δεν είχαν καλή φήμη, όπως και σήμερα, να μην πω τι λέγονται και τι ακούγονται… Ο Θεός όμως δέχεται τους πάντας. Γιατί «ήλθε αμαρτωλούς σώσαι ων πρώτος ειμί εγώ», έλεγε ο Απόστολος Παύλος, και δέχεται όλους τους αμαρτωλούς μηδενός εξαιρουμένου. Και έχουμε τέτοιους τους οποίους πήρε ο Θεός μέσα από την πορνεία, και τους έκανε αγίους όπως την Μαρία την Αιγυπτία, την οσία Πελαγία, την οσία Ευγενία, την οσία Θεοδώρα και τόσες άλλες.
Επειδή λοιπόν αγωνίζετο κατ’ αυτόν τον τρόπον, μια μέρα στην τράπεζα ο Άγιος Παχώμιος είπε τα εξής σε όλους εκεί τους παρευρισκομένους μοναχούς, οι οποίοι δεν ήσαν λίγοι, - υπολογίζεται ότι πρέπει να ήσαν πεντακόσιοι τότε, λέει «αδελφοί μου διακηρύσσω ενώπιον του Αγίου Θεού ότι από τότε που ιδρύθηκε το μεγάλο αυτό κοινόβιο, δεν γνωρίζω κανέναν απ’ όλους τους αδελφούς που μένουν μαζί μου, απ’ όλους εσάς δηλαδή, να με εμιμήθη, εμένα», είπε ο Άγιος Παχώμιος, «εκτός από έναν».
Όταν το άκουσαν αυτό, βέβαια, όλοι οι μοναχοί εκεί, οι πεντακόσιοι, άλλοι νόμιζαν ότι εννοούσε τον μοναχό Θεόδωρο, άλλοι τον Πετρώνιο, και άλλοι τον Ορσίνιο. Αυτοί ήσαν διακεκριμένοι σε ολόκληρη την αδελφότητα. Έλεβε λοιπόν το θάρρος ένας απ’ αυτούς, ο Θεόδωρος, να ρωτήσει τον Μέγα Παχώμιο, ποιόν εννοεί. Ο μέγας Άγιος βέβαια δεν ήθελε να απαντήσει, επειδή όμως εν τω μεταξύ επέμεναν όχι μόνον οι τρείς αυτοί που αναφέραμε, αλλά και μεγάλο πλήθος από τους αδελφούς, ο Άγιος τους απάντησε ως εξής. «Εάν εγνώριζα ότι εκείνος για τον οποίο επρόκειτο να ομιλήσει, είναι ενδεχόμενο να υπερηφανευθεί όταν θα επαινεθεί, δεν θα το εφανέρωνα ποτέ. Αλλά επειδή γνωρίζω ότι όσο και αν επαινείται τόσο περισσότερον και ταπεινώνεται και εξευτελίζεται με τη χάρη του Θεού, γι’ αυτό για να μιμηθείτε και σεις τον τρόπο του, θα τον επαινέσω και γω ενώπιόν σας, χωρίς φόβο ότι θα πάθει τυχόν ζημιά. Συ λοιπόν αδελφέ μου Θεόδωρε, και Πετρώνιε και Ορσίνιε, και όσοι αγωνίζονται όπως εσύ, όπως εσείς, σ’ αυτό εδώ το κοινόβιο και τη μεγάλη σκήτη, δέσατε τον διάβολο και τον ρίξατε σαν σπουργίτι κάτω απ’ τα πόδια σας, και καθημερινώς με την χάρη του Χριστού τον πατάτε στο χώμα. Εάν όμως παραμελήσετε λίγο τους εαυτούς σας, υπάρχει άμεσος φόβος να σηκωθεί κάτω απ’ τα πόδια σας ο αιχμαλωτισμένος διάβολος και να ορμήσει πάλι εναντίον σας και να σας καταπιεί. Άρα λοιπόν και όταν τον πατάμε δεν είμαστε ασφαλείς. Θέλει κάτι πολύ περισσότερο ο Θεός από μας», όπως το τονίζει ο Μέγας Παχώμιος. Και συνεχίζει ο Άγιος. «Ο αδελφός όμως Σιλβανός, τον οποίον προ ολίγου χρόνου επρόκειτο να τον διώξουμε απ’ την σκήτη μας, λόγω της αμελείας του και των άλλων φανερών αδυναμιών του, αυτός τώρα υπέταξε τελείως τον διάβολο και τον εξαφάνισε, ώστε να μην μπορεί πλέον να φανεί πλησίον του, και στο τέλος με την υπερβολή της ταπεινώσεώς του, τον κατενίκησε και τον ξευτίλισε τελείως. Σεις μεν, επειδή έχετε πράξει έργα αρετής, στηρίζετε το θάρρος σας σε όσα μέχρι στιγμής πράξατε. Αυτός όμως όσο περισσότερον αγωνίζεται, τόσο και περισσότερο παρουσιάζει σε όλους σας τον εαυτόν του περισσότερον αρχάριο, σκεπτόμενο συνεχώς ότι είναι αχρείος, άχρειος δούλος, σύμφωνα με όσα διδάσκει και εντέλεται ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. «Όταν ποιήσετε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι άχρειοι εσμέν, ότι ό οφείλομεν ποιείσαι πεποιήκαμεν». Δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από αυτά που μας λέει το Ευαγγέλιο».
Άρα όταν τα φτιάξουμε όλα, - ποιος από σας τα κάνει όλα, εγώ δεν τα κάνω μάλλον, ούτε τα μισά, ούτε το εν τρίτο, ούτε καν έβαλα αρχή – θα λέμε ότι είμαστε και θα το πιστεύουμε, όχι θα το λέμε μονάχα, ότι είμαστε άχρειοι δούλοι. Γι’ αυτό το πρώτο πράγμα που λέμε στη Ιερά Εξομολόγηση είναι «είμαι αμαρτωλός, δεν κάνω τίποτα», αυτό λέμε, και ύστερα αρχίζουμε και αραδιάζουμε τις αδυναμίες μας, για να φανεί ότι πράγματι δεν κάνουμε τίποτα. Και να πονάμε γι’ αυτό. Τίποτα δεν αδυνατίζει και δεν εξασθενεί τον διάβολο όσο η έμπρακτη ταπείνωσις που ασκείται με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, και που πιστεύουμε ότι είμεθα αμαρτωλοί, γιατί μερικοί ενώ το ομολογούμε δεν το πιστεύουμε και λέμε «βρε αδελφέ έχω και μια αρετούλα τώρα, τέλος πάντων, ε, τον Παύλο τον συγχώρεσε, την κυρα Δέσποινα την στρίγκλα, της λέω καλημέρα, την πεθερά μου βέβαια δεν θέλω να τη δω στα μάτια», … τι λέτε!
Έτσι λοιπόν ο αδελφός Σιλβανός, μετά απ’ αυτήν την ομολογία, έζησε άλλα οκτώ χρόνια, και εκοιμήθη οσιακώς. Την αγιότητά του την διακήρυξε ο Άγιος Παχώμιος, ο οποίος είπε ότι την στιγμή εκείνη που παρέδιδε την ψυχή του στα χέρια του Θεού, είδε πράγματι πλήθος αγίων αγγέλων να την παραλαμβάνουν με χαρά και δοξολογίες και να ανέρχονται στον ουρανό, και να την προσφέρουν ως θυσίαν εκλεκτή στο Χριστό και Θεό ημών που θα είναι και ο κριτής μας κατά την Δευτέρα αυτού Παρουσία.
Για να δούμε τώρα, απ’ αυτή τη στιγμή και μετά, ποιός από μας πρώτος, θα μπορέσει, και γω βέβαια μαζί σας, να μιμηθεί τον απλό αυτόν μοναχό, τον λεγόμενο Σιλβανό.
Η Αγία Συγκλητική έλεγε ότι τόσο μεγάλη αρετή είναι η ταπείνωσις, ώστε ο διάβολος που μπορεί να μιμείται, σχεδόν όλες τις αρετές, και να εμφανίζεται ακόμα και ως άγγελος φωτός, αυτήν δεν την γνωρίζει καθόλου τι πράγμα είναι. Διότι αν ο διάβολος πει «ήμαρτον», πει «συγχώρεσέ με», πει «έλεος Θεέ μου», θα γίνει και πάλι άγγελος φωτός. Δεν το λέει..
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Πέτρος επειδή γνωρίζει την ασφάλεια και την σταθερότητα αυτής της μεγάλης αρετής, μας προστάζει να την στερεώσουμε όσο είναι δυνατόν περισσότερο επάνω μας. Να την φορέσουμε σαν στολή, όπως αυτήν τη στολή φόρεσε ο Θεός και έγινε άνθρωπος. Και αυτή η στολή να είναι στολή ψυχική. Να γίνει ένα αναπόσπαστο μέρος με τον εαυτό μας και μέσω αυτής να συγκρατώνται και να συσφίγκονται όλες οι άλλες αρετές, και όλα τα χαρίσματα και όλες οι δωρεές που μας έχει δώσει ο Θεός και μας έχει προικίσει μ’ αυτές.Δηλαδή αυτή η αρετή είναι που θα τις συγκρατήσει και τις άλλες μέσα μας, και θα δώσει την δυνατότητα να καλλιεργηθούν έτι περισσότερον.
«Όπως είναι ακριβώς αδύνατον να κατασκευαστεί ένα πλοίο», λέγει η Αγία Συγκλητική, «χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατον και τελείως αδιανόητον να σωθεί ο άνθρωπος, ο χριστιανός, χωρίς τη μεγάλη αυτή αρετή».
Και επειδή ο Θεός θέλει πάντας σωθείναι, εάν λοιπόν δεν καταβάλλομε τρόπους θεληματικούς για να ταπεινούμεθα, ή να αυτομεμφώμεθα, να αυτοεξευτελιζόμεθα τουλάχιστον στην προσευχή μας, να ομολογούμε και στον διπλανό μας, βρέ αδελφέ, μη κοιτάζεις αυτό και εκείνο, και γω αμαρτωλός είμαι, ε, μ’ έδωσε ο Θεός μια δυνατότητα, την κάνω, αλλά την δυνατότητα την έδωσε ο Θεός. Τη φώτιση την έδωσε ο Θεός, δεν είναι από μένα τίποτα. Ό,τι κάνω, το κάνω με τη χάρη του Θεού, «ό ειμί, χάριτι Θεού ειμί». Έτσι κάπως, έτσι να τοποθετούμε τα πράγματα για να μπορέσουμε να σωθούμε.
Και συνεχίζοντας μας αναφέρει τους ύμνους των τριών παίδων, δηλαδή, ενώ μέσα στους ύμνους δεν ανέφεραν και πολύ τις άλλες αρετές, απαριθμούσαν μαζί με τους υμνούντας μόνον τους ταπεινούς. Χωρίς να αναφέρουν ούτε τους σώφρονας, ούτε τους εγκρατείς, ούτε τους νηστευτάς, ούτε άλλη κατηγορία ανθρώπων. Υμνούσαν και δοξολογούσαν εκείνους οι οποίοι είχαν το φρόνημα και τη θέληση να κρατούν στη ζωή τους το ταπεινό φρόνημα. Η αρχή λοιπόν και ο σκοπός όλων των αρετών ας είναι η ταπείνωσις.
Ένας απ’ τους πατέρες της ερήμου, διηγήθηκε ότι κάποιος φιλόπονος γέροντας σε ένα από τα κελιά που υπήρχε γύρω στη σκήτη, φορούσε για ένδυμα ένα πράμα που ήταν κατασκευασμένο από ψάθα. Το είχε μπαλώσει από δω, το είχε μπαλώσει από κει, του είχε κάνει και κάτι τρύπες και το φορούσε. Κάποτε επισκεύθηκε και το μεγάλο αββά Αμωνά. Μόλις τον είδε ο αββά του είπε : «Τι το φοράς αυτό; Δε σε ωδελεί σε τίποτα!» Και κείνος πάλι, αντί να ταπεινωθεί, να κατεβάσει το κεφάλι, του είπε : «Πάτερ και αββά Αμωνά, με ενοχλούν τρείς λογισμοί». Ε, τι να τον κάνει τώρα. Αφού τούπε ότι δεν σε ωφελεί αυτό, ε, ρώτησε «Ποιοί λογισμοί;» «Πρώτον λέει, να γυρίζω στην έρημο; Μόνος, έτσι. Να φύγω σε έναν άλλο ξένο τόπο, που δεν θα με γνωρίζει κανένας. Ή να κλειστώ σε ένα κελλί. Όχι να παραμείνω μάλλον έγκλειστος. Ε, και όποιος με λυπάται να μου ρίχνει κανένα ξεροκόμματο από το παραθυράκι όπου θα είμαι έγκλειστος. Ποιόν απ’ τους τρείς τρόπους να διαλέξω»;
Εσείς λέτε ποιόν τον είπε; Έτσι με τον λογισμό σας; Τούπε «κανέναν δρόμο. Γιατί κανένας δεν σε συμφέρει και κανένας δεν θα σε οικοδομήσει. Προτιμότερον λοιπόν είναι, αν θέλεις να μ’ ακούσεις, διότι αυτή η ψάθα που φοράς δεν σε ωφελεί σε τίποτα, αυτό είναι ταπεινοσχημία και δεν είναι ταπείνωσις. Τα άλλα ήταν ταπεινολογία και δεν ήταν ταπείνωσις. Να καθίσεις στο κελάκι σου, να τρώγεις κάθε μέρα αυτό που προσφέρει το κοινόβιο, και να έχει διά παντός μέσα στην καρδιά σου τον λόγο του τελώνου «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Και να χτυπάς το στήθος σου κάθε μέρα, διότι όντως είσαι αμαρτωλός, όπως το έκανε και ο τελώνης.»
Οι πατέρες της Εκκλησίας μας, διαβάζομε ακόμη και στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, - βέβαια έλεγε εκείνος το «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - ότι περισσότερες φορές πρέπει να ενθυμείσαι τον Θεόν από όσο αναπνέεις. Γι’ αυτό και οι πατέρες φρόντισαν να καλλιεργούν την μονολόγιστη προσευχή, κατ’ αρχάς το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν» και ύστερα να το κάνουν πέντε λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλο τι κάνει η προσευχή ύστερα από χρόνια όταν από μόνη της εσωτερικά λέγεται. Άλλο εκείνο. Πάντως, καλλιεργούσαν αυτού του είδους τις προσευχές, τις τελωνικές, όπως είναι το «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», ή όπως είναι το «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου», ή τις κραυγές εκείνες τις οποίες έβγαζαν, έβγαλε μια φορά, η Χαναναία, «Ιησού Υιέ Δαβιδ, ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». - Για όσα τραβάει το σπίτι μου, και τα παιδιά μου, ή το παιδί μου, ο άντρας μου ή η γυναίκα μου, και όσα δεινά και ταλαιπωρίες και γρουσουζιές έχουμε μέσα στο σπίτι μας, εγώ φταίω, εμένα ελέησέ με, ελέησόν με ότι η θυγάτηρ μου, δηλαδή η θυγατέρα μου δαιμονίστηκε εξαιτίας μου, άρα εμένα να ελεήσεις. Το παιδί μου έμπλεξε με ναρκωτικά, ελέησέ με Κύριε. Ο άντρας μου έμπλεξε με το τζόγο, ελέησόν με Κύριε. Γίνεται εκείνη η αμαρτία. Έρχεται αυτό το κακό. Υπάρχει αυτό το δεινό, εκείνη η αρρώστια. Ελέησόν με Κύριε. Διότι άμα δεν θέλουμε να ταπεινωθούμε από μόνοι μας, πούθελα να το πω προηγουμένως και μου ξέφυγε, μας ταπεινώνει ο Θεός με αρρώστιες. Όχι Αρχιεπίσκοπος νασαι και Πατριάρχης, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο να είσαι, ο Θεός ξέρει να σε ταπεινώνει με την αρρώστια, … σε συντρίβει. Σε ταπεινώνει εκεί, για να ζητήσεις το έλεος, να πεις συγγνώμην, πεθαίνω τώρα, ποιος είμαι; Ποιός θα με σώσει; Οι επιστήμονες; Τα λεφτά; Τα πλούτη; Ποιος θα με σώσει; Η δόξα, οι τιμές, οι έπαινοι, ο στρατός, τα όπλα, η εξουσία; Μόνο Κύριος ο Θεός σώζει. «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναζαν οι δέκα λεπροί. «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», φώναζε ο τυφλός, ο Βαρτιμαίος. Αυτή είναι η ταπείνωσις.
Είμαι τυφλός Κύριε, ελέησέ με. Είμαι στραβός, ελέησέ με. Δεν έχω μυαλό, ελέησέ με. Όλα μου παν ανάποδα, ελέησόν με. Εγώ φταίω. Δεν φταίνε οι άλλοι. Δεν φταίνε οι περιστάσεις. Δεν φταίνε οι συνάδελφοι. Δεν φταίει ο συνέταιρος. Δεν φταίει ο αποπάνω. Δεν φταίει ο αποκάτω. Εγώ φταίω. Αν εγώ ήμουν καλός, και οι γύρω μου θάταν καλοί. Εγώ να διορθωθώ. Και να πιστεύω ότι η αυτοδιόρθωσις είναι και των όλων διόρθωσις. Είμαστε ένα κομμάτι μιας ολόκληρης κοινωνίας. Άμα το κύτταρο αυτό είναι υγιές, θα αντισταθεί στην αρρώστια που χτυπάει τους γύρω. Μπορεί να βρεθεί και ένα άλλο υγιές ύστερα, και ένα άλλο υγιές, και ένα άλλο υγιές, και να γίνει μια μονάδα, ισχυρή μέσα σ’ αυτόν τον οργανισμό ολοκλήρου της κοινωνίας, που μπορεί να αποκαταστήσει και την υγεία σ’ ολόκληρο το σώμα. Αν υποφέρει λοιπόν το σώμα είναι γιατί είναι άρρωστα τα κύτταρα. Για την κατάντια της κοινωνίας εμείς φταίμε, και ο καθένας μας χωριστά, μη βγάζουμε την ουρά μας απέξω. Εμείς φταίμε, και άμα καλλιεργήσουμε το «εμείς φταίμε» και το «εγώ φταίω», θα γίνει καλύτερος και ο κόσμος, και θα έχουμε ειρήνη στην ψυχή, και να που θα έλθει η ταπείνωσις.
Ένας αδελφός πήγε κάποτε στο όρος της Θέρμης, σ’ ένα μεγάλο γέροντα και τον ρώτησε : «Γέροντα, έχω ένα βάρος. Αβά τι να κάνω, - γιατί χάνεται η ψυχή μου;». «Γιατί τέκνον μου», τον ρώτησε εκείνος.
«Να», λέει, «όταν ήμουνα στον κόσμο, νήστευα ευχαρίστως, έκανα και αγρυπνίες, είχα και εγκράτεια, είχα και πολλή κατάνυξη, είχα και δάκρυα, είχα και θερμό ζήλο, έκανα και ελεημοσύνες, έλεγα και κανέναν καλό λόγο στον διπλανό μου … Τώρα, δεν έχω τίποτα κανένα αγαθό στην ψυχή μου. Κανένα καλό δεν βλέπω».
Και η απάντησις : «Τέκνον, πίστεψε ένα πράγμα, ότι όλα όσα έκανες όταν ήσουνα μέσα στον κόσμο, δεν τα εδέχετο ο Θεός, διότι τα έκανες από κενοδοξία, τα έκανες για τον έπαινο των ανθρώπων, τα έκανες ίνα φανώσι τοις ανθρώποις, για να φαίνεσαι, γι’ αυτό και δεν σε πολεμούσε ο διάβολος. Δεν τον ένοιαζε αυτόν να κόψει την προθυμία σου, επειδή και να τα έφτιαχνες δεν είχες καμιά ωφέλεια, αφού υπήρχε στη μέση κενοδοξία, υπήρχε και το μπράβο των ανθρώπων, … τώρα όμως επειδή σε βλέπει, ότι κλήθηκες από τον Χριστό, για να γίνεις ένας σωστός στρατιώτης, και μαθητής και απόστολος, και με αυτόν τον τρόπον πλέον τον πολεμάς, κρατώντας στο χέρι και το κομποσχοίνι, και λέγοντας μέρα νύχτα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τώρα λοιπόν, ο διάβολος εστράφη εναντίον σου. Γι’ αυτό να θυμάσαι ότι στον Θεό είναι αρεστός ένας ψαλμός και μόνον, και μια ευχή που θα κάνεις και την οποίαν θα επαναλαμβάνεις, παρά τους χίλιους ψαλμούς που έλεγες στον κόσμον. Εδώ ο Θεός δέχεται την λίγη νηστεία που κάνεις, με πολλή ευχαρίστηση, παρά τη νηστεία που έκανες και την έδειχνες, των πολλών εβδομάδων στον κόσμο. Ααα.. Εγώ νηστέυω, από Δευτέρα έως Παρασκευή, Δεν τρώω τίποτα εγώ, Σαββατοκύριακο λίγο λαδάκι». Και το λες και σ’ όλους… Τι, δε νηστεύεις … Α παπαπαπα, θα σε κάψει ο Θεός, - δεν τον ρωτάς ο άλλος αν αντέχει… Μπορεί νάχει ζάχαρο, μπορεί νάχει χίλιες δυό αρρώστιες, Τι κοκορεύεσαι ότι νηστεύεις από Δευτέρα έως Παρασκευή, νήστεψε και μην το λες, πλένε το πρόσωπό σου, και άμα σε ρωτήσουν «νηστεύσεις;», δυστυχώς δεν νηστεύω. Και να νηστέψω καμιά φορά δε νηστεύουν τα μάτια, δε νηστεύουν τα αυτιά, δεν νηστεύει η γλώσσα, δε νηστεύει ο νους μου, πες τα έτσι.. να ταπείνωση! Τι μου κοκορεύεσαι και λες ότι νηστεύω. Εγώ πάτερ μου, λέει, το πρώτο πράγμα που μπήκε να μου πει ένας να εξομολογηθεί, εγώ ξέρεις κρατώ όλες τις νηστείες, και τη μεγάλη Σαρακοστή, όχι μόνον αλάδωτη αλλά με ξερό ψωμί, Ε τι να του πεις τώρα. Μα τώρα λέει, δε νηστεύω καθόλου, απάντησε εκείνος. Τάχασα όλα τα αγαθά πούχα στον κόσμο…. Το λίγο είναι προτιμότερον απ’ το πολύ. Όταν μάλιστα γίνεται κρυφά και με πολλή υπομονή. Γιατί τότε είσαι ευάρεστος στον Θεόν. Ε, αυτός εξακολουθούσε να επιμένει και να λέει «μα εγώ εδώ βλέπω να κάνετε.. η ψυχή μου εκεί, πήγαιναν όλα καλά, μέλι γάλα».
«Κοίταξε να δεις» του λέει, «δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά μια και το θέλεις θα στα πω λοιπόν χύμα και τσουβαλάτα. Επειδή βλέπω ότι ο διάβολος δεν σε έχει ρίξει μόνον στην αμέλεια, στην ακηδεία, στη ραθυμία και στη λήθη, αλλά και στην απελπισία. Γι’ αυτό λοιπόν σου λέω τα εξής. Πιστεύεις λοιπόν ότι όταν ήσουνα στον κόσμο, έκαμες καλοσύνες, νηστείες, ελεημοσύνες, προσευχές και αγρυπνίες και νόμιζες ότι ήσουν ευάρεστος στο Θεό; Λοιπόν, κοκομοίρη μου, όλα αυτά τάκανες από υπερηφάνεια, και ήταν υπερηφάνεια, και είναι υπερηφάνεια. Έτσι νόμιζε και ο Φαρισαίος. Ο οποίος είχε και καύχηση για αυτά που έκανε. Νηστεύω δις του Σαββάτου, νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, έτσι; Όπως συνήθως γίνεται όλο το χρόνο εκτός από τις Σαρακοστές. Άλλοι θέλουν να νηστεύουν και τη Δευτέρα. Με γειά τους με χαρά τους. Αποδεκατώ όσα κτώμαι. Πόσα βγάζω μισθό; Χίλια ευρώ; Τα εκατό τα δίνω για ελεημοσύνη. Τα ομολογούσε αυτά, φανερά. Και έλεγε, δεν είμαι τέτοιος, δεν είμαι απαυτός, δεν είμαι από κείνους, και δεν είμαι σαν κι αυτόν, τον Τελώνη, εδώ, αρχικλέφταρος. Το να νομίζεις λοιπόν, στην παρούσα φάση, της ζωής σου, ότι δε κάμνεις κανένα καλό, αυτό είναι υπέρ αρκετό για να σωθείς, διότι αυτό λέγεται ταπείνωσις. Μέσα από την ταπείνωση, και μέσα από αυτήν την ελεηνολογία του εαυτού σου, έτσι μόνον θα σωθείς, όπως σώθηκε και ο Τελώνης.
Και θέλω να σας πω κάτι το οποίον βέβαια θα το επαναλάβω και άλλη φορά. Είναι προτιμότερον το διάβολο να τον έχουμε απέναντί μας, παρά στο σβέρκο μας. Στο σβέρκο μας τον έχομε όταν κάνουμε τα θελήματά του. Όταν υποκύπτουμε στις αδυναμίες μας και στα πάθη μας. Όταν κάνουμε το θέλημα του διαβόλου και όχι του Θεού. Αντιθέτως, τότε δεν μας πολεμάει, γιατί είναι ήδη στο σβέρκο μας, γιατί να μας πολεμάει; Αφού οι ίδιοι είμαστε θύματα και δούλοι και υποχείριοι των παθών μας, γιατί να μας πολεμήσει; Όταν όμως θα μπούμε στο δρόμο του Θεού, θα αρχίζουμε από την μετάνοια, την Εξομολόγηση, τον εκκλησιασμό, την μελέτη, την προσευχή, τη Θεία Κοινωνία και όλα όσα εντέλλεται το Ευαγγέλιο, και αρχίζουμε και διορθώνουμε τις αδυναμίες μας και τα πάθη μας, και καλλιεργούμε τις αρετές, διορθώνουμε και περιορίζουμε τις αισθήσεις μας, και διορθώνουμε και περιορίζουμε τους λογισμούς και τις σκέψεις μας, τότε ο διάβολος μπαίνει απέναντί μας, φεύγει απ’ το σβέρκο μας και πάει απέναντι. Ε, είναι προτιμότερον απέναντι. Να τον έχουμε αντίπαλο από απέναντι. Ευκολότερα τον πολεμούμε. Για σκεφτείτε το λιγάκι να δείτε .. Ότι ευκολότερα πολεμείται ο αντίπαλος που είναι απέναντί σου, παρά αυτός που είναι στο σβέρκο σου.
Αυτό ήθελα να σας πω, και μ’ αυτό ήθελα να κλείσω την σημερινή μας ομιλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου