Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης περί του δέντρου του καλού και του κακού από το χρήστη Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων




ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

Το δέντρο του καλού και του κακού

Αλλά ίσως να ισχυριστεί κάποιος ότι ο άνθρωπος δεν θα ξαναγυρίσει στον ίδιο τρόπο ζωής, αφού αρχικά ζούσαμε με τη τροφή, ενώ στο μέλλον θα απαλλαγούμε απ’ αυτή την υπηρεσία.

Εγώ όμως ακούγοντας την Αγία Γραφή, μαθαίνω πως δεν υπάρχει μόνο σωματική τροφή, ούτε μόνο σαρκική ευχαρίστηση, αλλά γνωρίζω επιπλέον και κάποια άλλη τροφή, ανάλογη με αυτή του σώματος, και της οποίας η απόλαυση φτάνει μόνο στην ψυχή. “φάτε το ψωμί μου”, λέει στους πεινασμένους η σοφία ου Θεού. Και ο Κύριος μακαρίζει όσους πεινούν γι΄ αυτή την τροφή του Θεού. Και αλλού λέει “αν διψάει κανείς, ας έρχεται σε μένα και ας πίνει”. Και ο μεγάλος Ησαΐας λέει “πιείτε για να χαρείτε”, παραγγέλλει σ΄ όσους είναι δυνατοί να γνωρίζουν καλά το δικό του πνεύμα. Υπάρχει μάλιστα και κάποια προφητική απειλή εναντίον εκείνων, οι οποίοι είναι άξιοι τιμωρίας, που λέει ότι θα τιμωρηθούν με πείνα.

Και αυτή η πείνα δεν είναι κάποια στέρηση φαγητού ή νερού, αλλά είναι έλλειψη δυνατότητας να ακούσουν τα λόγια του Κυρίου.

Πρέπει λοιπόν να υπονοούμε έναν καρπό αντάξιο των καρπών της Εδέμ και να μην αμφιβάλουμε πως ο άνθρωπος τρέφεται μόνο με αυτόν. Και οπωσδήποτε και για τη διαμονή μας στον Παράδεισο να μην εννοούμε την τροφή που είναι εφήμερη και ανούσια. “από κάθε δέντρο που υπάρχει στον παράδεισο, θα πάρεις τροφή”. 

  Σε αυτόν που πεινά ποιος δίνει εκείνο το δέντρο, που βρίσκεται στον παράδεισο και περιέχει κάθε αγαθό, που όνομά του είναι τα πάντα, και μέσω του οποίου χαρίζει ο Λόγος την κοινωνία στον άνθρωπο; Γιατί με το Λόγο που είναι για όλα και βρίσκεται πάνω απ΄ όλα, η έννοια όλων των αγαθών είναι ένα ενιαίο σύνολο, ένα όλο. Και ποιος θα με απομακρύνει από εκείνο το δέντρο, του οποίου η απόλαυση είναι ολοκληρωτική; Ασφαλώς είναι φανερό ποιο είναι εκείνο το όλο, του οποίου καρπός είναι η ζωή, όπως επίσης και ποιο είναι αυτό το ανάμεικτο, του οποίου τέλος είναι ο θάνατος. Γιατί ο Θεός, που έκανε τον άνθρωπο να απολαύσει τα πάντα με αφθονία, να γευτεί τον καρπό, ο οποίος είναι κοινός και για τα δυο, δηλαδή για τη γνώση του καλού και του κακού.

    Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε για δασκάλους τον μεγάλο Δαυίδ και τον Σολομώντα, για να μας εξηγήσουν αυτό το λόγο.  Γιατί και οι δυο θεωρούν πως η ευχαρίστηση είναι μία, αυτή που προέρχεται από την επιτρεπόμενη απόλαυση, από το όντως αγαθό.

Και ο Δαυίδ λέει “απόλαυσε την απόλαυση του Κυρίου με το παραπάνω”. Ενώ ο Σολομώντας ονομάζει δέντρο της ζωής αυτή την ίδια τη σοφία “που είναι ο Κύριος”.

 Άρα το κάθε δέντρο είναι το ίδιο το δέντρο της ζωής, του οποίου την απόλαυση επιτρέπει ο Λόγος σε εκείνον, που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με τη βουλή του Θεού.

Στην θέση αυτού του δέντρου τοποθετείται ένα άλλο, του οποίου ο καρπός είναι γνώση του καλού και του κακού, χωρίς βέβαια να καρποφορεί το καθένα χωριστά από όσα θεωρούνται αντίθετα. Αλλά παράγει έναν καρπό δύσκολο να τον διακρίνεις, και ανάμεικτο, που είναι ένα μείγμα από τις αντίθετες ποιότητες.

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Ομοτιμία άνδρα και γυναίκας



«Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα». Τον άνθρωπο, θα ισχυρισθεί η γυναί­κα, κατά τί αφορά εμένα; Ο άνδρας έγινε. Γιατί δεν λέ­ει: την άνθρωπο, συνεχίζει. Και με την προσθήκη του άρ­θρου δηλώνει το αρσενικό γένος. Αλλά για να μη χρησι­μοποιήσει κανείς αμαθής την προσωνυμία του ανθρώπου αναφορικά μόνο με τον άνδρα, προσθέτει: «Αρσενικό και θηλυκό τους δημιούργησε». Κι η γυναίκα είναι δημιουργημένη κατ’ εικόνα Θεού, όπως κι ο άνδρας. Με τον ίδιο τρόπο τιμώνται εξίσου οι φύσεις (τόσο ο άνδρας ό­σο κι η γυναίκα), είναι ίσες οι αρετές, ίσα τα έπαθλα, η αυτή καταδίκη. Ας μη λέει η γυναίκα· είμαι αδύνατη. Η αδυναμία βρίσκεται στο σώμα, η δύναμη είναι στη ψυχή. Επειδή, λοιπόν, τιμάται με τον ίδιο τρόπο η κατά Θεόν εικόνα, ας τιμάται κι η αρετή με τον ίδιο τρόπο.
Ας είναι κοινή και για τους δύο η παρουσίαση των αγαθών έργων. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για εκείνον που θέλει να προφασίζεται σωματική αδυναμία. Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Γιατί ναι μεν είναι τρυφερό το σώμα της γυναίκας, για να προκαλεί τη συμπάθεια, αλλά είναι ισχυρό στην υπομονή, επίμονο στις αγρυπνίες.

Πραγματικά, πότε μπόρεσε άνδρας να συναγωνιστεί με γυναίκα, που ζει υπομονετικά τη ζωή της; Πότε μπό­ρεσε να μιμηθεί ο άνδρας τη δύναμη των γυναικών στις νηστείες, στη συστηματική επίδοση στις προσευχές, στην αφθονία των δακρύων, στην αποφασιστικότητα στα έργα της αγάπης; Έχω υπόψη μου γυναίκα, που έκλεβε κρυφά, αλλά έκανε καλές κλεψιές, κάνοντας αγαθοερ­γίες, χωρίς να παίρνει είδηση ο άνδρας της, αλλά για χά­ρη του, για την ανάπτυξη του σπιτιού, για τη συντήρηση των παιδιών. Αυτή έδινε κι απέφευγε την προσοχή του άν­δρα της. Έβγαζε πράγματα έξω από το σπίτι για χάρη του κι αυτόν τον απέκρυβε. Γιατί αυτό που έκανε, το έκα­νε για το Θεό, που βλέπει όσα γίνονται κρυφά, και δεν γνωστοποιούσε την αγαθοεργία της. Η αγαθή γυναίκα έχει το κατ’ εικόνα. Μην δίνεις προσοχή στον έξω άνθρωπο, δηλαδή στο σώμα, γιατί αυτό είναι εξωτερικό περίβλημα. Η ψυχή κάθεται στο εσωτερικό κάτω από το προκάλυμ­μα, το απαλό σώμα. Η μια όμως ψυχή κι η άλλη, δηλαδή τόσο του άνδρα, όσο, και της γυναίκας, είναι ψυχές ομό­τιμες. Η διαφορά βρίσκεται στα προκαλύμματα, δη­λαδή στα σώματα. Γίνεσαι, λοιπόν, όμοιος με το Θεό με το να είσαι αγαθός, με το να είσαι ανεξίκακος, με το να είσαι μεταδοτικός, με το να αγαπάς τον άλλο και τον α­δελφό. Με το να αποστρέφεσαι την πονηρία, με το να χα­λιναγωγείς τα αμαρτωλά πάθη, για να διατηρείς μέσα σου την εξουσία.
Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, 
Περί κατασκευής του ανθρώπου, 
εκδ. Τέρτιος, σ. 319-321

 πηγή:εδώ

Το περί αποκαταστάσεως των πάντων ζήτημα Μητροπολίτου Αχελώου, Ευθυμίου (Κ. Στύλιου),


Το μυστήριο της 8ης Ημέρας- Ορθόδοξη χριστιανική εσχατολογία,
Αθήνα 2015, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 178-181
Επί τού θέματος αυτού δεν υπάρχει εκπεφρασμένη και επίσημη θέση της Ορθοδόξου Θεολογίας. Απόψεις επί του θέματος έχουν διατυπώσει διάφοροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας, οποίες όμως δεν έχουν γίνει αποδεκτές από την Εκκλησία. Οι σπουδαιότερες από τις απόψεις αυτές έχουν ως εξής:
α) Ο Ωριγένης, ο πρώτος χριστιανός θεολόγος (185-254), επηρεασμένος από τις επικρατούσες φιλοσοφικές αντιλήψεις, δεχόταν την οριστική αποκατάσταση όλων των πεπτωκότων έλλογων κτισμά των, των ανθρώπων και των δαιμόνων.
β) Οι Καππαδόκες Πατέρες: Ο Μ. Βασίλειος και ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης δέχονται, κατ' αρχήν την οριστική εξαφάνιση του κακοϋ, γενικώς. Η επιχειρηματολογία τους είναι η εξής:
Ο Αδάμ βρέθηκε έξω από τον Παράδεισο «ουκ εξ ανάγκης κακός, αλλ' εξ αβουλίας γενόμενος». Η «αβουλία» εδώ έχει την έννοια του αποτελέσματος που είχε στον άνθρωπο η κακή χρήση της ελευθερίας του, του «αυτεξουσίου». Το ότι, δηλαδή, η ενσυνείδητη διαστροφή του κριτηρίου της διάκρισης και εκλογής του καλού ή του κακού κατέστησε τον άνθρωπο άβουλο, αλλοτρίωσε δηλαδή την λειτουργία της θέλησής του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στην έκπτωσή του από την κοινωνία του Θεού () 144.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εξ άλλου, δέχεται ότι ο δρόμος του κακού έχει ορισμένο μήκος και, επομένως, κάποτε θα τελειώσει. Ταυτόχρονα δέχεται, ότι το κακό , ως αλλότριο προς την ανθρώπινη φύση προκαλεί πλησμονή και κορεσμό. Έτσι εξηγείται το γεγονός, ότι πολλοί άνθρωποι που δοκίμασαν τα πάντα, με την ελπίδα ότι θα βρουν σε αυτά την πληρότητα και το νόημα της ζωής, τελικά μετανοούν και αλλάζουν (πρβλ. Ματθ. κα' 31). Την προσωρινότητα του κακού, ο άγιος Νύσσης, την παρομοιάζει με το φαινόμενο του ήλιου. Όπως, δηλαδή, η έκλειψη του ήλιου είναι προσωρινή και μικρής διάρκειας και το σκοτάδι παρατηρείται για τόσο μόνο όσο παρεμβάλλεται η σελήνη ανάμεσα στη γη και τον ήλιο (=έκλειψη ηλίου), έτσι και το κακό είναι προσωρινό. Εάν, λοιπόν, κινηθεί κανείς και βγει έξω από τα όρια της σκιάς του κακού, τότε θα βρεθεί στο άπλετο φως του αγαθού, επειδή η φύση του α γαθού, σε σύγκριση με τα μέτρα του κακοϋ, πλεονάζει στό άπειρο (2) 145. Ο '’γιος Νύσσης δέχεται επίσης ότι, τελικά, μετά την εξαφάνιση του κακού, οι κακοί και αμαρτωλοί άνθρωποι, επειδή απόκτησαν την πικρή εμπειρία του, θά υποταχθούν στην ααθή εξουσία του Θεού. Την άποψη αυτή, ο άγιος Πατέρας την βασίζει στη διδαχή του αποστόλου Παύλου περί υποταγής (εκούσιας ή ακούσιας) των πάντων στον Χριστό: «Εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων (=αγγέλων, εκουσίως) και επιγείων (=ανθρώπων, εκουσίως ή ακουσίως) και καταχθονίων (=δαιμόνων, ακουσίως) και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλ. β' 10-11. Πρβλ. Α' Κορ. ιε' 24-28).
Τότε ο Θεός δεν θα αφήσει έξω από τη Βασιλεία του κανένα δημιούργημα. Γιατί, όταν διαλυθεί το κακό σαν κίβδηλο υλικό μέσα στη φωτιά της θεϊκής αγάπης που καθαρίζει τα όντα από τα ανάμικτα στοιχεία, τότε κάθε κτίσμα του Θεού θα γίνει και πάλι τέτοιο όπως ήταν στην αρχή «ότε ούπω την κακίαν εδέξατο» (3) 146.
γ) Ο άγιος Μάξιμος, ο Ομολογητής, όπως και ο άγιος Νύσσης, δέχεται, κατ' αρχήν, ότι το κακό θα καταργηθεί, πρώτα, στο σώμα όλων των ανθρώπων, με την κοινή ανάσταση, υπό την μορφή της κατάργησης της φθοράς και του θανάτου. Δεύτερον, το κακό θα καταργηθεί και στις ψυχές των ανθρώπων, με δύο τρόπους: με τι ότι το κακό θα παύσει να υπάρχει και να ενεργεί και με το ότι οι ψυχές που υποστασιοποίησαν το κακό, ενώ θα αναζητούν ακατάπαυστα την ικανοποίηση από αυτό, δεν θα την βρίσκουν. Ως εκ τούτου, θα λησμονήσουν το κακό και μη βρίσκοντας πουθενά τη χαρά και την ικανοποίηση, θα επιστρέψουν στον Θεό, που είναι η αιώνια χαρά και ευτυχία των κτισμάτων.
Η επιστροφή όμως αυτή των ψυχών δεν θα έχει την έννοια της θεοκοινωνίας, όπως αυτό θα συμβεί με τους πιστούς, αλλά απλώς την έννοια της γνώσεως των αιωνίων αγαθών, όπως εσημειώσαμε και πιο πάνω.

Βίος Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νυσσης 10 Ἰανουαρίου


Ἀδελφὸς καὶ μαθητὴς τοῦ Μ. Βασιλείου
Ὁ Ἄγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης γεννήθηκε στὴν Νεακασάρεια τοῦ Πόντου τὸ 331 μ.Χ. Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν ἀριστοκρατικοῦ γένους. Ἦταν ξακουστοὶ σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ της Καπαδοκίας, γιὰ τὰ πλούτη τοὺς τὴν εὐσέβειά τους καὶ τὴν μόρφωσή τους. Ο Γρηγόριος ἦταν ἀδελφός του Μεγάλου Βασιλείου καὶ τῆς Ἁγίας Μακρίνας. Διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ Καθηγητὴς ἦταν ὁ ἀδελφός του ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς ὁ Γρηγόριος ἔδειξε μεγάλο ζῆλο στὰ γράμματα. Αγαπούσε πάρα – πολὺ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ διψοῦσε παράλληλα νὰ γνωρίσει καὶ τὴν κοσμικὴ σοφία. Ἤθελε νὰ τὴν χρησιμοποίησει γιὰ τὸ καλὸ της χριστιανικὴς Πίστεως. Ἐπειδὴ ἦταν προορισμένος νὰ γίνει κληρικός, σύντομα ἔγινε ἀναγνώστης τῶν ἱερῶν καὶ πολυτίμων βιβλίων. Σταμάτησε γιὰ λίγο το ἔργο του αναγνώστου καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ρητορική. Ἡ ρητορικὴ τότε ἀντιστοιχοῦσε μὲ τὸ σημερινὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου. Πολὺ γρήγορα ὅμως ἄφησε τὴν ρητορικὴ και δόθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴν Ἐκκλησία. Σὲ τοῦτο τὸν συμβούλεψε καὶ ὁ φίλος του ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.
Μόρφωση
Ἕκτος ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Βασίλειου, εἶχε διδάσκαλο καὶ τὸν Λιβάνιον. Σπούδασε ἐπίσης σὲ διάφορες Φιλοσοφικὲς Σχολὲς τῆς Χώρας του. Ἀσχολήθηκε μὲ τους αρχαίους Ἕλληνες: μὲ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Ἰουδαία Φίλωνα, καὶ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς Κλήμεντα καὶ Ὠριγένην. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως ἀγάπησε τὴν Ἁγία Γραφή, στὴν ὁποία ἐντρυφοῦσε καθημερινῶς.
Τὸ καλόν της Παρθενίας
Ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης νυμφεύθηκε μὲ κάποια γυναικὰ ἀρκετὰ πνευματική. Τὴν ἔλεγαν Θεοσέβεια. Ἦταν ὄνομα καὶ πράγμα θεοσεβής. Εἶχε σὰν ἐντρύφημα τις χριστιανικὲς ἀλήθειες. Πέθανε ὅμως πολὺ νωρὶς καὶ ὁ Γρηγόριος ἔμεινε ἐν χηρεία, τὸν θάνατον τῆς τὸν ὑπέμεινε ἀνδρείως. Παρ ὅλα αὐτὰ ὅμως ὁ Γρηγόριος ἀγαποῦσε τὴν παρθενία περισσότερο ἀπὸ τὸν γάμο. Ἔγραψε μάλιστα ἕνα βιβλίο Περὶ Παρθενίας. Ἐκεῖ μακαρίζει ὅλους ἐκείνους, που αγάπησαν καὶ ἀκολούθησαν στὴ ζωὴ τοὺς τὸ Μοναχικὸ δρόμο.. Ἐκεῖ ἐπίσης γράφει γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι καταλυπημένος, διότι ἡ παρθενία εἶναι μία μακαριστης, ποὺ δυστυχῶς τώρα εἶναι ξένη γὶ αὐτόν. Αὐτὸς βλέπει τὸν θησαυρὸ τῆς παρθενίας ἀπὸ μακριὰ πιά. Μοιάζει σὰν τὸν διψασμένο, ποὺ βλέπει τὸ γάργαρο νερο μέσα στοὺς βράχους καὶ αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πλησιάσει. Όταν πέθανε ἡ σύζυγος τοῦ ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς τοῦ ἔστειλε ἐπιστολή, στὴν ὁποίαν τὸν παρηγοροῦσε. Ούτε ὅμως ὁ γάμος, οὔτε καὶ ἡ ρητορικὴ τέχνη ἐμπόδισαν τὸν Γρηγόριο ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε. Γὶ αὐτο συχνὰ πυκνὰ ἐρχόταν στὸ ἡσυχαστήριο, ποὺ εἶχε κτίσει ὁ ἀδελφός του Μ. Βασίλειος στὸν Πόντο κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό. Ἐκεῖ στὴν ἡσυχία τὸ τρέξιμο τοῦ ποταμοῦ αὐτοῦ, τὰ πολλὰ ἄνθη ποὺ ἦταν γύρω καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦσαν, τὸν ἔκαναν νὰ θαυμάζει τὴν φύση, νὰ κάνει ἐπιστημονικὲς παρατηρήσεις καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό, γιὰ τὰ μεγαλεῖα Του.
Εἰς τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα
Τὴν ἥσυχη ζωὴ τοῦ ἦρθε νὰ τὴν διακόψει ἡ πρόσκληση, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκανε ὁ ἀδελφός του Βασίλειος. Τὸν καλεῖ νὰ δεχτεῖ νὰ γίνει Ἐπίσκοπός της μικρῆς πόλεως Νυσσης, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ Καισαρείας καὶ Ἀγκύρας. Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπός το 372. Μία σύνοδος ἀπὸ Ἀρειανοὺς Ἐπισκόπους τὸν κατεβάζει ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ τὸ 376. Ξαναεπιστρέφει στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ τὸ 378 ὑπὸ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου μετα τον θάνατον τοῦ Ἀρειανοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος. Ἀφορμὴ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτὸν ὑπῆρξε ὁ σφοδρὸς ἀγώνας, τὸν ὁποῖον ἔκαμε ἐναντίον τῶν αἱρετικών Αρειανων. Παρέστη εἰς τὴν ἐν Ἀντιοχεία τοπικὴ Σύνοδο. Αὐτὴ κατόπιν τὸν ἔστειλε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἀραβίας καὶ Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖες σπαράσσονταν υπό του Ἀρειανισμοῦ. Ἔγινε ὁ προστάτες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Εννιά μῆνες μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Βασιλείου, τὸ Φθινόπωρο τοῦ 379, λαμβάνει μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀναίρεση τῆς πλάνης του αιρετικοῦ Ἀπολιναρίου. Όταν τελείωσε ἡ Σύνοδος ἐκείνη ἐπισκέφθηκε τὴν ἀδελφή του Μακρίνα τὴν Μοναχή. Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἐπίσκεψη ὅπως ὁ ἴδιος τὴν περιγράφει. «Σκέφθηκα, λέγει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν ἀδελφή μου Μακρίνα, ἐπειδὴ εἶχα νὰ τὴν δῶ ὀκτὼ χρόνια. Ἀφού περιπάτησα πολὺ διάστημα δρόμου καὶ ἔπρεπε ἀκόμα νὰ περπατήσω μιὰ μέρα εἶδα στὸ ὄνειρό μου ὅτι κρατοῦσα στὰ χέρια μου λείψανα Μαρτύρων. Ἀπὸ αὐτά εβγαινε τόση λάμψη, ὅση βγαίνει ἀπὸ τὸν καθαρὸ καθρέφτη, ὅταν μπεῖ ἀπέναντι στὸν ἥλιο. Αὐτὸ τὸ ὄνειρο τὸ εἶδα τρεῖς φορὲς τὴν ἴδια νύχτα, χωρὶς νὰ καταλαβαίνω την σημασία του. Όταν ἔφθασα κοντὰ στὸ ἀσκητήριο ρώτησα γιὰ τὴν Μακρίνα καὶ ἔμαθα πῶς εἶναι ἄρρωστη. Ἡ εἴδηση ἀκούστηκε στὴν ἀδελφότητα ὅτι πῆγαν καὶ οἱ ἄνδρες ἀσκητές βγηκαν νὰ μὲ προϋπαντήσουν. Ἀφοῦ μπήκαμε στὴν ἐκκλησία καὶ τελείωσε ἡ εὐχὴ καὶ εὐλογία ποὺ συνήθως γίνεται σ’ αὐτὲς τὶς περιστάσεις, οἱ μὲν καλογριὲς ἔφυγαν. Εγώ δὲ βλέποντας ὅτι δὲν ἦταν μαζί τους ἡ καθηγουμένη τοὺς Μακρίνα, πῆγα στὸ κελί της. Η Μακρίνα ἦταν κατάκοιτη, ὄχι ἐπάνω σε κάποιο κρεβάτι ἢ τουλάχιστον σὲ κάποιο ἀχυρόστρωμα, ἀλλὰ σὲ μιὰ σανίδα, ποὺ εἶχε κάτω ἀπὸ τὸ σάκο της, καταγῆς καὶ ἄλλη μια σανίδα μὲ λοξὸ σχῆμα ἀντὶ γιὰ μαξιλάρι. Ἐπάνω σ’ αὐτὴν στήριζε τὸ κεφάλι της καὶ τὸ λαιμό της. Όταν μὲ εἶδε Ἀνασηκώθηκε, Ἀκούμπησε, στὸν ἀγκώνα τῶν χεριῶν της, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ ἔλθει πρὸς ἐμένα γιατί ἦταν τελείως ἀποκαμωμένη ἀπὸ τὸν πυρετό. Ἐκείνη σήκωσε τὰ χέρια στὸ Θεὸ καὶ εἶπε: Καὶ αὐτὴν τὴν χάριν μου ἔκαμες Κύριε, διότι ἐκίνησες τὸν δοῦλο σου εἰς ἐπίσκεψη τῆς παιδίσκης σου». Κατόπιν ὁ Ἄγ. Γρηγόριος περιγράφει τὶς ὑψηλὲς συνομιλίες ποὺ εἶχε μὲ τὴν μελλοθάνατη καὶ τὴν Ἁγία κοίμησή της, καθὼς καὶ τὴν ταφή της. Ἀσφαλῶς, ὁ Θεος τον ὁδήγησε νὰ πορευθεῖ στὴν κηδεία τῆς Ἄγ. Μακρίνας τῆς ἀδελφῆς του. Το 380, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς διαμαρτυρίες του, δέχεται νὰ γίνει Ἐπίσκοπός της Σεβαστείας. Ἐπιστρέφει ὅμως πολὺ γρήγορα στὴ Νύσσα, διότι θεώρησε πολὺ βαρύ το ἔργον αὐτό. Συνάντησε ἐκεῖ πάρα πολλὲς δυσκολίες.
Ὅταν ἔγινε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 κατὰ τῶν Πνευματομάχων, ἔλαβε καὶ αὐτὸς μέρος. Ὑπῆρξε ὁ ὑπέρμαχος τῶν Ὀρθοδόξων και ο σφοδρὸς Ἀντίπαλός της αἱρέσεως τῶν Πνευματαμάχων. Τοὺς κατατρόπωσε μὲ γραφικὸς ἀποδείξεις καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ λόγου του. Ξεφώνησε μάλιστα τὸν ἐπικήδειο λόγο στὸν ἀποθανόντα πρόεδρο αὐτῆς, τὸν Μελέτιο. Ὁ Γρηγόριος ἐκοιμήθη κατὰ τὸ ἔτος 396 μ.Χ. εἰς ἡλικία 65 ἐτῶν. Ἔμοιαζε στα χαρακτηριστικά του σώματος μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Μ. Βασίλειο. Διέφερε μόνον στὰ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ στὸ ὅτι ἦταν χαριέστερος ἐκείνου.

Περί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἦταν πραγματικὰ ἕνα μεγάλο πνευματικὸ ἀνάστημα. Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὰ ἔργα του, χαίρεται τὴν εὐρύτητα τῆς σκέψεώς του, τὴν γονιμότητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά, κυρίως καὶ πρὸ παντός, τὴν μεγάλη του εὐαισθησία. Ἀσχολεῖται μὲ θέματα πολὺ δύσκολα, καὶ ὅμως δὲν ἀφίσταται τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Βιοηθικές επισημάνσεις στο έργο περί κατασκευής του ανθρώπου (Δημήτριος Δημητρακόπουλος)


bioithiki
Ημερίδα προς τιμήν του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
Επισημάνσεις για τον εγκεφαλικό θάνατο στο έργο Περί κατασκευής του ανθρώπου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης Το έργο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης Περί κατασκευής του ανθρώπου, προσφέρει μια εκτεταμένη κατανόηση της ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Κατά την ανάπτυξη του θέματος, ο ιερός πατήρ διατυπώνει την ανθρωπολογική του εμπειρία η οποία περιλαμβάνει θεολογία, φιλοσοφία, φυσιολογία και ιατρική [1]. Περιγράφεται κυρίως η σχέση της ψυχής με το σώμα. Τα παραδείγματά του αφορούν περιπτώσεις στις οποίες παύει η λειτουργία κάποιων οργάνων του σώματος συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφάλου. Η μείωση ή η παύση της εγκεφαλικής λειτουργίας συνδέεται με τα βιοηθικά θέματα που αφορούν όλο το φάσμα από τη σύλληψη του ανθρώπου, τη γέννηση ανεγκέφαλων παιδιών, τη γεροντική άνοια, την ασθένεια Αλζχάιμερ, μέχρι τον επίκαιρο εγκεφαλικό θάνατο και τις μεταμοσχεύσεις. Η θέση ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με τον οριστικό θάνατο του ανθρώπου προς διευκόλυνση της μεταμοσχευτικής διαδικασίας βασίζεται σε αντιλήψεις ότι η ψυχή έχει έδρα τον εγκέφαλο ή ότι δεν υπάρχει καθόλου ψυχή παρά μόνον ο εγκέφαλος με τις βιοχημικές λειτουργίες του στις οποίες περιλαμβάνονται η συνείδηση, τα συναισθήματα, η κρίση κ.ο.κ.  Τούτο, κατά τις επικρατούσες -μη θεολογικές- απόψεις, σημαίνει ότι όταν νεκρώνεται ο εγκέφαλος αποχωρίζεται η ψυχή από το σώμα ή ότι απλά έπαυσαν οι βιοχημικές ψυχικές λειτουργίες του εγκεφάλου και ότι ο εγκεφαλικά νεκρός δεν αντιδρά στις εξετάσεις που υποβάλλεται με συνέπεια τον οριστικό θάνατό του.  
    Ομοίως τον 4ο μ.Χ. αιώνα οι άνθρωποι επηρεαζόμενοι από διάφορες φιλοσοφικές και θεολογικές αντιλήψεις εγκλώβιζαν την ψυχή στα διάφορα όργανα του σώματος.  Από αυτούς, γράφει ο άγ. Γρηγόριος στο 12ο κεφάλαιο, άλλοι ορίζουν ότι η έδρα του νου βρίσκεται στην καρδιά, κι άλλοι λέγουν πως ο νους έχει την κατοικία του στον εγκέφαλο, απόψεις τις οποίες στηρίζουν σε κάποιες φαινομενικές πιθανότητες [2]. Διαφωνώντας απαντά ότι ο νους ενεργεί δια μέσου όλων των αισθήσεων και των σωματικών οργάνων, αλλά δεν διαμένει και δεν περικλείεται σε μερικά σωματικά όργανα [3]. Έτσι ο νους ενεργεί και κινείται με όλα τα όργανα του σώματος.
     Εάν θεωρήσουμε ότι η ψυχή περικλείεται αποκλειστικά  σε κάποιο όργανο, τότε με την παύση της λειτουργίας αυτού του οργάνου, θεωρητικά θα έπαυε και η ύπαρξη.  Ο Καππαδόκης ιεράρχης όμως δεν δέχεται τις αντιλήψεις ότι το ηγεμονικό, δηλαδή ο νους, εδράζεται στην καρδιά ή τον εγκέφαλο, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των φυσιολόγων της εποχής.  Ο νους λέγει εφάπτεται εξίσου με το καθένα από τα μέλη [του σώματος] σύμφωνα με το λόγο της ανέκφραστης ανάκρασής τους [4]. Διερχόμενος δια μέσου όλου του σώματος, έρχεται σε επαφή, σύμφωνα με τη φύση του, με το καθένα από τα μέλη του σώματος, ανάλογα με τη νοητική ενέργεια που ακολουθεί [5].          
    Αναλύοντας τις δύο περιπτώσεις καρδιάς και εγκεφάλου γράφει ότι εκείνοι που τοποθετούν την ψυχή στην καρδιά μαρτυρούν ως απόδειξη του λόγου τους την τάση του ανθρώπου για λύπη και για θυμό, επειδή φαίνεται πως αυτά τα πάθη συγκινούν κάπως τούτο το μέρος, την καρδιά [6].
    Απαντά ο Καππαδόκης Πατέρας ότι, «όταν η ψυχή βρίσκεται σε σχέση με έναν τόπο [δηλαδή όταν ενεργεί μέσω κάποιου οργάνου] ή με ένα πράγμα που υπάρχει “εν τόπω”, καταχρηστικά λέμε ότι η ψυχή βρίσκεται εκεί, εκλαμβάνοντας “τον τόπο αντί της σχέσεως και της ενεργείας”. Το σωστότερο είναι να λέμε ότι “εκεί ενεργεί”» [7]. Η καρδιά λοιπόν δεν απολυτοποιείται ως έδρα της ψυχής. Γι’ αυτό και στην κλινική παρατήρηση ο άνθρωπος βρίσκεται εν ζωή με ή χωρίς τις αισθήσεις του όταν του έχει αφαιρεθεί η καρδιά κατά την διάρκεια μιας εγχείρησης ή μεταμόσχευσης ή τοποθέτησης τεχνητής καρδιάς.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ


Οι δέκα όροι (τελειότητος) τής εν Χριστώ ζωής (Αγίου Διαδόχου Φωτικής)



Ο Αββάς και υποτακτικός στη Νεκρά θάλασσα

Περπατούσε ένας αββάς, λέει το Γεροντικό, δεν ξέρω πόσοι από σας θα το θυμάστε, για μέρες στην έρημο και έφθασε εκεί στην Ερυθρά θάλασσα, στην αλμυρά, στη Νεκρά θάλασσα, αλλά δεν μπορούσαν να
πιούν από αυτό το νερό. Αυτό το νερό είναι αλάτι. Εκεί ούτε ζωή υπάρχει, ούτε τίποτα. Με τον υποτακτικό του πάντοτε αυτός ο αββάς. Και λέει ο υποτακτικός: - Γέροντα, λέει, διψάω, έσκασα.
Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να βαδίσω καθόλου.
Γονάτισε ο αββάς, έκανε προσευχή. Πήρε μια χούφτα, μάλλον γέμισε ένα παγούρι, ας το πούμε, νερό, εκείνο το αλμυρό της θάλασσας και είπε στον υποτακτικό του:
- Πιες, μετά την προσευχή. Ο λόγος της πίστεως έκανε το θάυμα του. Το αλμυρό το νερό της
νεκράς εκείνης θάλασσας μεταβλήθηκε σε γλυκό. Ηπιε και ξεδίψασε ο υποτακτικός. Και αφού χόρτασε τη δίψα του έσκυψε κατόπι και ξαναγέμισε το παγούρι.
Του λέει:
- Τι κάνεις;
Λέει:
- Για να έχουμε και για ύστερα αφού ο δρόμος μας θα συνεχίσει.
- Καλά, λέει.
Προχώρησαν λίγο. Ξαναδίψασε ο υποτακτικός. Εκαμε να πιεί, το έφτυσε. Το νερό εξακολουθούσε να είναι αλμυρό.
Λέει:
- Γιατί, αββά, είναι αλμυρό τώρα ενώ τότε ήταν γλυκό;
- Εκείνος που έκαμε το πρώτο θαύμα, όταν χρειαστεί, θα κάνει και το δεύτερο. Μόνο πίστευε. Επανέλαβε τα λόγια του Κυρίου. Μόνο πίστευε και σωθείς.

*****************************************************************************

Ο κοσμικός που προσεύχεται αργά το βράδυ

Μας έλεγε προχθές, ένας γέροντας για ένα ζευγάρι, έναν κύριο, ο οποίος είναι κοσμικός, ζει στον κόσμο. Από όπου και αν έλθει το βράδυ, σε όποια εκδήλωση και αν βρίσκεται, από όποια επίσκεψη
και αν θα έλθει, ό,τι ώρα και να είναι και 2 μετά τα μεσάνυχτα, όταν θα γυρίσει το βράδυ στο σπίτι του θα κάνει πρώτα το Απόδειπνο, θα κάνει τις Μετάνοιες του, θα κάνει τα σταυρωτά του
κομποσχοίνια και ύστερα θα πέσει να κοιμηθεί. Και μου έκανε κατάπληξη. Και δεν φημίζεται ούτε για την πνευματικότητά του, είναι και παχύς και παρ'όλα αυτά όμως καταβάλλει τεράστιες
προσπάθειες με το σκεπτικό όπως τον άκουσα και εγώ: Κι αν αύριο πεθάνω; Πού ξέρω εγώ αν θα ζήσω αύριο; Γιατί να μην τα κάμω σήμερα; Μήπως πρέπει έτσι και εμείς να σκεπτόμαστε; Ετσι ο
άνθρωπος βρίσκει χάρι και στην αναμονή αυτή και την υπομονή που κάνει περίμενοντας την επέσκεψη του Θεού ή την αποκάλυψη, αν θέλετε, του Θεού κάποτε αυτή η αναμονή θα αμοιφθεί. Θα δεχθεί ο
άνθρωπος τις ακατάληπτες ενέργειες του Θεού μας και θα χαίρεται χαράν μεγάλη.

*****************************************************************************

Ο Πατέρας Φιλάρετος

Κάποτε, στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκε μια συντροφιά έναν ασκητή, ο οποίος ήτανε περίπου 60 χρόνια. Τώρα έγινε αυτό, τώρα τελευταία στο Αγιον Ορος. Και τον φωτογράφισαν εκεί. Τον πήραν φωτογραφία.
Ηταν με το μπαστουνάκι του. Τον άλλο χρόνο, ξαναπήγαν στο Αγιον Ορος οι ίδιοι επισκέπτες. Είχαν και τη φωτογραφία. Ησαν τρεις αυτοί. Λέει δεν πάμε να δούμε ξανά τον Πατέρα Φιλάρετο, τον
ασκητή εκεί και αν ζει να του δώσουμε και τη φωτογραφία που του βγάλαμε πέρυσι. Και πράγματι λοιπόν, στο δρόμο πήγαιναν και συνήντησαν και έναν άλλο έτσι κάπως μεγάλον και αυτόν στην
ηλικία μοναχό και πήγαιναν μαζί και τον παρατυπάν στον Πατέρα Φιλάρετο. Α, αυτός λέει είναι τόσο πολύ απορροφημένος από τη χάρι του Θεού και γνωρίζει τόσα πολλά για τον Θεόν - έχουμε αυτό
που λέμε εμείς στα ασκητικά γράμματα έχει γνώσιν Θεού πολλήν - ώστε ξεχνά λέει και τον εαυτόν του. Λέει πώς τον ξεχνά τον εαυτό του; Λέει δεν μπορώ να σας δώσω να το καταλάβετε πέρα από αυτό. Είναι ζωή. Δεν εκφράζεται με ερμηνεία, με λόγια. Και δεν μπορούσαν βέβαια να καταλάβουν τι θα πει τούτο το πράγμα. Φτάσαν με την χάρη του Θεού, σιγά σιγά, ανέβηκαν στα Κατουνάκια
και τον βρήκαν τον Πατέρα Φιλάρετο. Του φίλησαν το χέρι. Του είπαν περάσαμε και πέρυσι. Σας είδαμε. Μας μιλήσατε τόσο όμορφα για την αγάπη του Θεού και τόσα άλλα πράγματα και σας φέραμε και μια φωτογραφία που σας βγάλαμε πέρυσι. Φωτογραφία; Τι πράγμα είναι αυτό; λέει. Να λέει μια φωτογραφία. Την βγάζουν λοιπόν και του τη δίνουν τη φωτογραφία. Μπα... λέει μόλις τη βλέπει. Ποιος είναι αυτός, λέει, που μου πήρε το μπαστούνι; Δεν ήξερε τη φυσιογνωμία του. Δεν θα την είδε ούτε στο νεράκι, ούτε σε κανένα τζάμι από εκείνα τα πρόχειρα που θα είχε το φτωχό του
καλυβάκι. Αγνοούσε τον εαυτόν του. Ηταν ευτυχισμένος, όμως, μέσα στην παρουσία του Αγίου Θεού. Αυτή είναι η κατά χάριν θεογνωσία. Επειδή πλουτίζουμε στην γνώση του Θεού, φτωχαίνουμε στην γνώση τη δική μας. Κι όσο γεμίζουμε από την παρουσία του Θεού τόσο πιο πολύ αδειάζουμε από όσα ξέρουμε για μας.

Μακάριοι οι ελεήμονες Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ



Πριν από μερικές δεκαετίες, και για την ακρίβεια πριν από το 1940, σε μια κωμόπολη της Ηλείας ζούσε μια χαριτωμένη από τον Θεό ψυχή, η κυρία Κατερίνα. Δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Ήταν όμως ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος, με ακλόνητη ζωντανή την πίστη, σαν εκείνη που είχαν οι πρώτοι χριστιανοί, που έπεφταν και στη φωτιά για το Χριστό, προκειμένου να μην τον αρνηθούν. Και έτσι εκπληρώθηκαν τα λόγια του Κυρίου στη ζωή της ευλογημένης αυτής ψυχής «και πάντα όσα αιτήσετε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε». Διότι όντως ήταν άνθρωπος της πολλής προσευχής.
Όταν μερικές φορές τον Ιούλιο μήνα σκοτείνιαζε ο ήλιος από τα σύννεφα και προμηνύονταν βροχή μεγάλη, επειδή οι θημωνιές με τα στάχυα περίμεναν εκείνη την εποχή για αλώνισμα στα αλώνια, αν έβρεχε οπωσδήποτε θα καταστρεφόταν η σοδειά τους, γι’ αυτό και οι χωρικοί έτρεχαν στην κυρία Κατερίνα, και της ζητούσαν να προσευχηθεί για να μη βρέξει. Και κείνη πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, προσευχόταν και δεν έβρεχε. Αυτό μας θυμίζει τον προφήτη Ηλία ο οποίος ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής, - όμοιος με μας, με τις αδυναμίες και τα πάθη, και βέβαια ασφαλώς και τις πολλές αρετές και τη δυνατή πίστη στην προσευχή, κι όταν παρακάλεσε τον Θεόν για να πάρουν ένα μάθημα οι συμπατριώτες του οι Ιουδαίοι, δεν έβρεξε επί τρεισήμισι χρόνια. Κι όταν πάλι έκανε προσευχή ο Θεός έστειλε υετόν, βροχή. - Όταν αρρώσταινε κάποιος, κατέφευγαν πάλι στην Αικατερίνη, πάλι εκεί να προσευχηθεί, και αν υπήρχε κάποιο τραύμα, κάποιος δυνατός πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος, κάποιος τραυματισμός, βουτούσε τα δάκτυλά της στην κανδήλα και το άλειφε σταυροειδώς με λάδι. Και ανάλογα με την πίστη που είχανε οι χριστιανοί, ανταποκρινόταν και ο Θεός με θαύμα.
Ποτέ η αγιασμένη γυναίκα, δε δέχτηκε δώρα, διότι ήτο και καλά αποκατεστημένη. Ό,τι έκανε, το έκανε ανιδιοτελώς, με μεγάλη απλότητα και φυσική ταπεινοφροσύνη. Οι σκέψις ήτανε παρθενική, και δεν την εμόλυνε η αυταρέσκεια, η υπερηφάνεια ή και ο εγωισμός. Γι’ αυτό, αυτό το χάρισμα του Θεού, δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ωραίας ζωής της που ελαμπρύνετο ακόμα πολύ περισσότερο, από την πολλή της ελεημοσύνη και μάλιστα εν κρυπτώ.
Κάποτε ο καινούργιος παπάς του χωριού εντυπωσιασμένος από τα αποτελέσματα της προσευχής, αυτής της πιστής γυναίκας, και υποψιαζόμενος μήπως υπάρχουν μαγγανείες και άλλου είδους γητεύματα, τη φώναξε και ιδιαιτέρως τη ρώτησε.
- Για πες μου Κατερίνα, παιδί μου, τι προσευχή κάνεις όταν οι διάφοροι χριστιανοί σου ζητούν κάποιο αίτημα να κάμεις στο Θεό; Ή και όταν είσαι μόνη σου, τι προσευχές κάνεις συνήθως;
Και εκείνη απάντησε με όλη της την φυσική απλότητα.
- Εγώ παππούλη μου όπως γνωρίζεις δεν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου.
- Ποια;
- «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Και κατόπιν ζητάω από τον Θεό, αυτό που με παρακαλούνε οι συχωριανοί μου να το ζητήσω με την προσευχή μου, είτε από το Χριστό, είτε από την Παναγία, είτε από κάποιον Άγιον.
Ο ιερεύς έμεινε κατάπληκτος, όταν άκουσε τον πρώτο στίχο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και έτσι βεβαιώθηκε για το άδολον αυτής της ψυχής και την απλή βαθειά πίστη της η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τόση δύναμη στην προσευχή της.
Τον ρώτησε η κυρά Κατερίνα, μήπως δεν είναι σωστό; Αυτό που κάνω, να κάνω κάτι άλλο; Δεν ξέρω βέβαια, αλλά αν πρέπει …
- Όχι, όχι, όχι, της λέει εκείνος, προς Θεού μην αλλάξεις αυτή την προσευχή, αυτή που ξέρεις, αυτή που έμαθες, αυτήν και να κάνεις.
Μεταξύ των άλλων λοιπόν, στο κελάρι του σπιτιού της, υπήρχαν και πάνω από χίλιες οκάδες στάρι, και δυο μεγάλα πιθάρια λάδι. Όταν ήρθε η φοβερή Γερμανική κατοχή του 1941, και οι Έλληνες καταδικάστηκαν σε λιμοκτονία, και ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, τότε φάνηκε και το μεγαλείο της Κατερίνας. Ο συγχωρεμένος ο άνδρας της, της είχε αφήσει αρκετή περιουσία, την οποία όμως είχε από τον πατέρα του, τον κύριο Αλέξη. Έτσι λοιπόν είχε αρκετά αποθέματα στις αποθήκες.
Η Κατερίνα λοιπόν, στην Κατοχή αυτή την σκληρή, και την μεγάλη πείνα, άρχισε την διανομή στους πεινασμένους. Είχε ένα πιάτο βαθύ, το γέμιζε, και μοίραζε γενναιόδωρα. Όταν οι ελεηθέντες της έδιναν ευχές, εκείνη έλεγε «όχι, μην με ευχαριστείτε εμένα, το σιτάρι είναι από την περιουσία του πεθερού μου, του μπάρμπα Αλέξη, να λέτε «Θεός σχωρέσ’ τον κυρ Αλέξη».
Όταν μοίρασε τις περισσότερες από τα μισά, είδε στον ύπνο της τον πεθερό της, για τον οποίον έλεγαν ότι ήταν ο φοβερότερος τσιγκούνης του χωριού, παρόλον που ήτανε αρκετά ευκατάστατος. Τον είδε λοιπόν σαν κατάδικο με τα μαλλιά μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σε κακά χάλια, με γένια και βρώμικον πολύ. Η Κατερίνα τότε πήρε ένα ψαλίδι, - στον ύπνο της αυτά – πήρε ένα ψαλίδι, του έκοψε τα μαλλιά, τον καθάρισε. Τον ξύρισε, τον περιποιήθηκε, τον έπλυνε, του φόρεσε και καινούργια άσπρα ρούχα και έτσι το πρόσωπο του κεκοιμημένου φωτίσθηκε. Έλαμπε ολόκληρος. Τότε γύρισε και της είπε με ανακούφιση.
- Νάσαι ευλογημένη Κατερίνα μου. Με τις ελεημοσύνες σου με έβγαλες από τον Άδη, και μ’ έκαμες στρατηγό, πρίγκιπα.

Βιωματικές εμπειρίες τής εν Χριστώ ζωής

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ



Επειδή είναι Αναστάσιμη περίοδος, μερικές ημέρες ή με μία ιστορία και θα πω πολλές, γιατί αυτές και μένουν. Είναι τα βιώματα και οι πράξεις της ζωής. Τα λόγια εύκολα λέγονται, έρχονται και παρέρχονται, τα βιώματα όμως μένουν. Μένει η ζωή.

Σας είχα διηγηθεί για κάποιον πατέρα πολύ παλαιότερα, τον οποίον βέβαια και έχω περάσει και στα βιβλία, ότι μια βραδιά που εγένετο η τελετή της Αναστάσεως, είπε ο ηγούμενος πατέρα Θεοδώρητο, έναν απλούστατο και υπέργηρο κληρικό, αφού ψάλανε τρείς τέσσερεις φορές το «Χριστός Ανέστη» λέγοντας και τους απαραίτητους στίχους, να πάει στο οστεοφυλάκιο και να πει στα οστά των κεκοιμημένων αδελφών, μοναχών, ιερέων, το «Χριστός Ανέστη». Και πράγματι εκείνος πήγε, - θα το θυμάστε πιστεύω όλοι σας, - και λέει, είπε ο γέροντας «Χριστός Ανέστη», και αμέσως όλα τα οστά σηκώθηκαν στον αέρα ένα μέτρο και έπεσαν κάτω.

Εδώ στα Αθωνικά αναγνώσματα διαβάζουμε ένα παρόμοιο που εγένετο στη Μονή του Αγίου Παύλου, το Πάσχα του 1936. Και αναφέρεται σε κάποιον ευλαβέστατο αρχάριο μοναχό, το λεγόμενο Θωμά. Σύγχρονοι Αγιοπαυλίτες που ζουν ακόμα από την περίοδο εκείνη, πρέπει να είναι βέβαια πολύ μεγαλύτεροι από 70 ετών, διηγούνται το εξαίσιο γεγονός το οποίον βέβαια και θα σας αναφέρω πιο κάτω.
Ήταν λοιπόν το πρώτο Πάσχα του 1936, του νεόκουρου τότε Θωμά στη Μονή, και δεν εγνώριζε ακόμα την τάξη που υπήρχε στο μοναστήρι, το βράδυ εκείνο όπου εγένετο η τελετή της Αναστάσεως, έξω, στο προαύλιον του ναού. Τότε οι δόκιμοι και οι αρχάριοι ήσαν υποχρεωμένοι, μάλιστα ο νεώτερος των αρχαρίων, να πηγαίνει στο οστεοφυλάκιο, κατόπιν και στα νεκροταφεία και να λέει το «Χριστός Ανέστη». Είτε να το φωνάζει, είτε και να το ψάλλει. Η πίστις μας αυτή είναι. Η πίστις μας βασίζεται στην Ανάσταση των νεκρών, και πρωτότοκος εκ των νεκρών εγένετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, «θανάτω, θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».
Τον βλέπει ο Άγιος καθηγούμενος, του λέει «έλα εδώ, δεν πήγες ακόμα στο οστεοφυλάκιον»;
Λέει, «ευλόγησον», λέει, «δεν κατάλαβα», εφόσον δεν κατάλαβε τέλος πάντων, παίρνει την αναμμένη λαμπάδα του και πηγαίνει στο κοιμητήριο να μεταφέρει το φως της Αναστάσεως στους νεκρούς και να τους πει «Χριστός Ανέστη».
«Πότε γέροντα, δεν θυμάμαι, δεν τόξερα» και τα λοιπά, δικαιολογήθηκε, τέλος πάντων, «αυτό είναι το χρέος» λέει «του πρώτου δοκίμου, και πρέπει να πας και συ να πεις το Χριστός Ανέστη»,
«Νάναι ευλογημένο». Κάνει κανένα δεκάλεπτο, δεν είναι πολύ μακριά το κοιμητήρι, και ξαναφάνηκε στην είσοδο του Συνοδικού. Ο χαιρετισμός δεν είχε τελειώσει ακόμα, προχώρησε σεμνά και αθόρυβα, προσετέθηκε στην χορεία των υπολοίπων πατέρων. Όταν τελείωσαν όλοι και τον είδε ηγούμενος μπροστά του, δίνοντάς του το κόκκινο αυγό, τον ρώτησε με χαρούμενο ύφος «πήγες στο κοιμητήρι»;
«Ναι γέροντα, πήγα».
«Είπες το Χριστός Ανέστη στους πεθαμένους»;
«Το είπα γέροντα».
«Σού είπαν εκείνοι τίποτα»;
«Και βεβαίως μου είπαν»!

Ο Θείος φόβος ως φώς, οδοδείκτης σωτηρίας




Πρώτα θα πούμε τον λόγον του Θεού και εν συνεχεία θα αγιάσουμε την πίτα του Αγίου Βασιλείου, την λεγομένη βασιλόπιτα.

Εδώ και δώδεκα μέρες χριστιανοί μου, εισήλθαμε στο νέο σωτήριο έτος 2009. Στο νέο έτος αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να πάρομε καινούργιες αποφάσεις. Και πιστεύω ότι αυτές συζητούσατε τόσην ώρα μεταξύ σας. Τι αποφάσεις πνευματικές θα πάρετε για το νέο αυτό σωτήριο έτος. Και οι αποφάσεις μας αυτές θα πρέπει να αποβλέπουν, στο πώς να προοδεύσομε πνευματικά. Στο πως θα καλλιεργήσουμε προσεκτικότερα τις αρετές. Στο πως θα επιμεληθούμε τον έσω άνθρωπο. Πως θα επιμεληθούμε την ψυχούλα μας. Που αύριο - μεθαύριο θα βρεθεί μπροστά στο κριτήριον του Θεού. Η επιμέλεια αυτή είναι και το πάν για τη σωτηρία μας. Το πάν.
Κατά πρώτον λόγον εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, που αγωνιζόμεθα τον καλόν αγώνα της πίστεως, που προσευχόμεθα στο όνομα του Ιησού Χριστού, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», που εκκλησιαζόμεθα τακτικά, που μελετάμε την Αγία Γραφή, το Ευαγγέλιο, που εξομολογούμεθα με αληθινή μετάνοια, - δεν ξέρω πόση έχουμε, πόση αληθινή μετάνοια έχουμε όταν εξομολογούμεθα, - που τηρούμε στο κατά δύναμιν το θέλημα του Θεού, δηλαδή τις Ευαγγελικές εντολές, - το ότι ήρθαμε εδώ δε νομίζω ότι έχετε ανάγκη από ένα κομμάτι πίττας τώρα, φάγατε βασιλόπιτα στο σπίτι σας - άρα ήρθατε εδώ, για να ακούσετε και τον λόγον του Θεού, και να προσπαθήσομε κατόπιν, στο κατά δύναμιν, να τηρήσουμε αυτό το θέλημα του Αγίου Θεού, και είμεθα εμείς εκείνοι οι οποίοι συμμετέχουμε, και στο μέγα μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Επίσης προσέχουμε τις αισθήσεις μας, - τις προσέχουμε όμως; Ιδίως τη γλώσσα μας! Τις σκέψεις μας, τους λογισμούς μας, τα διάφορα διανοήματα μας, και τις φανταστικές εικόνες, που προβάλλονται στην οθόνη του νου. Έτσι καλλιεργούμε την νήψη και την προσοχή, και μαζί με την προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, νοιώθουμε, νοιώθουμε, βιώνουμε, με αυτό το όνομα, και με τις προηγούμενες αρετές που ανέφερα, και με την προηγουμένη πνευματική πορεία που προείπα, νοιώθουμε, ένα υπεραισθητό άγγιγμα του Θεού μέσα μας. Κάτι χτυπάει μέσα μας. Υπάρχει μια λαχτάρα. Λαχτάρα έχω για το πότε θα έρθει η ώρα, να πιάσω το κομποσχοινάκι στο χέρι μου και να κάνω προσευχή, λαχτάρα να κάνω κανένα σταυρωτό, να κάνω καμιά μετάνοια αν μπορώ και μου το επιτρέπει η υγεία μου, να πάω στην εκκλησία, να πάω σε ένα κήρυγμα.

Μ’ αυτό το θεϊκό άγγιγμα, το οποίον αρκετοί από σας το έχετε βιώσει, με διαφορετικό τρόπο ασφαλώς ο καθένας, ανάλογα λέω με αυτό που αισθάνεται και βιώνει μέσα του, -αυτό το άγγιγμα του Θεού, - αυξάνεται και η προσευχή. Βλέπεται, μειώνεται η προσευχή; Α… Αρχίζει και απομακρύνεται ο Θεός από μέσα μας. Όσο όμως προσευχόμεθα, τόσο και πιο πολύ ενθυμούμεθα τον Θεό, και τόσο ενοικεί εν ημίν. Δηλαδή κατοικεί μέσα μας και μας θυμίζει την παρουσία Του. Δεν προσευχόμεθα επιπόλαια, βιαστικά, άντε άντε και να τελειώνουμε, πότε θα την κάνομε την προσευχή να τελειώνουμε. - Δεν μπορώ πάτερ βράδυ, τώρα έχω τόσες δουλειές, τελειώνω ώρα έντεκα δώδεκα, πότε να κάνω την προσευχή, α, λέω γρήγορα εκεί, πρ.. πρ.. τελειώνω. - Κανένας δεν σ’ άκουσε !
Πρέπει λοιπόν να προσευχόμεθα με συναίσθηση, ότι ο Θεός είναι μπροστά μας, ολόκληρος, ολόκληρος! Ο Κύριος, ο Τίμιος Πρόδρομος, η Παναγία, η Αγία Βαρβάρα, οι Άγιοι γύρω μας ! Είναι εδώ! Είμαστε μία Εκκλησία εμείς εδώ, η στρατευομένη, στρατιώτες. Που πολεμάμε, όσο ζούμε! Και όλοι οι άγιοι, ανήκουν στην θριαμβεύουσα εκκλησία.
Λοιπόν, μετά από όλα αυτά, γεμίζει ο άνθρωπος και από αγάπη! Όσο αυξάνεται η προσευχή, αυξάνεται και η αγάπη! Και όταν έτσι αισθανόμεθα, τότε και Τον πιστεύομε αληθινά. Μην ακούμε κανέναν ψίθυρο μέσα μας, ή ακούμε τους άλλους: «εγώ πιστεύω». Έχουμε τότε πίστη ζωντανή, φλογερή, δυνατή. Και τότε ακολουθεί ο θείος φόβος!

Περί μετανοίας. Η Μετάνοια η αμαρτία καί η συμπεριφορά μας



Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ας ευχαριστήσομε χριστιανοί μου, το Θεός που μας έδωσε την ευκαιρία, να συναντηθούμε και πάλι σήμερα για να πούμε και να ακούσουμε τον λόγον του Θεού.
Ο Χριστός μας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μας δωρίζει την κάθε μέρα ζωής κυρίως για μετάνοια. Αλλά και για την διόρθωση των λαθών που κάνουμε, γιατί κάνουμε κάθε μέρα λάθη, για να επανορθώσουμε τις ψυχικές μας ζημιές που προκαλέσαμε είτε στον εαυτό μας είτε στους άλλους, για να γίνουμε επιμελέστεροι στην καλλιέργεια των αρετών, για να μπορούμε πιο συστηματικά να διαβλέπουμε τις αδυναμίες μας και τα πάθη μας και έτσι να τα διορθώνουμε, για να αποκτήσουμε και αυτογνωσία των κακιών και τέλος για να πάρουμε πιο σοβαρά, τα θέματα της σωτηρίας της ψυχής μας. Πιο σοβαρά.
Εμείς όλοι και σείς ως λαϊκά μέλη της ποίμνης του Χριστού, και μείς, ως ιερείς και λειτουργοί του Υψίστου, όλοι μας, είχαμε το προνόμιο μέσα απ’ το Άγιο Βάπτισμα, να λάβουμε το μυστήριο της Χάριτος και Σωτηρίας, να βλέπουμε σε κάθε Θεία Λειτουργία το φως το αληθινόν, να πληρούμεθα από την χάριν της Πεντηκοστής, και να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, με τη βασική προϋπόθεση ότι περάσαμε από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, για το οποίο σήμερα θα κάνομε ειδικό λόγο, όπως και κάθε μέρα οφείλουμε να περνάμε για να βιώνουμε πνευματικά τη ζωή της μετανοίας.

Όλοι εμείς είμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος, από μέσα μας βασιλεύει η Χάρις του Τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και αυτή την Τριαδική αίσθηση της Θείας Χάριτος, εφόσον συνειδητά την αποκτήσουμε ή την βιώσουμε, να την μεταδίδουμε με τη ζωή και τα έργα μας, προς τον πλησίον μας, στον συνάνθρωπό μας, στο παιδί μας, στην οικογένειά μας, στο επαγγελματικό και στο κοινωνικό περιβάλλον μας.
Όχι ζήλεια στη ζωή μας. Όχι φθόνο. Και προπαντός μεταξύ των συζύγων όχι υποψίες. Κάθε υποψία είναι και ένας θάνατος. Όχι πονηριές και κακίες. Όχι μίση και εχθρότητες. Όχι θυμούς και νεύρα. Και προπαντός όχι κατάκριση. Όχι φωνές.
Αλλά αντιθέτως πρέπει να προσφέρουμε αγάπη, να μοιράζουμε πίστη, να διδάσκουμε την ταπείνωση, με την ζωή μας βέβαια. Και να μάθουμε να κάνουμε υπομονή. Να καλλιεργούμε την ελπίδα και με την ελπίδα να στηρίζουμε και τον εαυτό μας και τους άλλους.
Αν ο διπλανός μας έχει πέσει, να τον σηκώσουμε με αγάπη. Κάθε αμαρτωλό, γιατί είμαστε πρώτοι εμείς αμαρτωλοί, να συγχωρούμε, διότι αισθανόμαστε την ανάγκη να μας συγχωρείτε και σεις, να συγχωρούμεθα δηλαδή εμείς, ο καθένας μας χωριστά, άρα λοιπόν, αυτή την συγχώρηση, αυτή την αγάπη και την ανεξικακία πρέπει να την μεταδίδουμε και στους άλλους. Τον πληγωμένο να θεραπεύουμε, και τις ανάγκες του να συντρέχουμε και να ελεούμε. Για όλους να προσευχόμεθα, και για τους ζωντανούς και κυρίως για τους πεθαμένους.
Δυστυχώς όμως χριστιανοί μου οι περισσότεροι από μας, δεν βρισκόμαστε στον μαρτυρικό δρόμο του Χριστού. Δεν κάνουμε την οικογένειά μας με τη συμμετοχή όλων, και των συντρόφων μας και των παιδιών μας, και των γονέων ακόμα, και των παππούδων, γιαγιάς και παππού, μια κιβωτό μαρτυρίας, κατά Χριστόν ζωής και μάλιστα ζωής μαρτύρων.
Αν οι μάρτυρες με τα ποικίλα βασανιστήρια που υπέστησαν από τα άγρια θηρία στις αρένες, και από τα φοβερά εργαλεία των δημίων εδόξαζαν τον Θεόν, και έγραψαν ή εγράφησαν τα ονόματά τους στο αιώνιο βιβλίον της ζωής, έτσι και οι χριστιανικές οικογένειες, που οφείλουν να ζουν κατά Χριστόν, - κι εμείς κάνουμε μια προσπάθεια, γι’ αυτό και είστε εδώ, - μαζί με τα παιδιά, με τις νύφες και τα πεθερικά, τους γονείς και τους κουνιάδους, και με τους τόσους τόσους πειρασμούς που μας δέρνουν καθημερινά, όλα αυτά, μαζί με τους πρόωρους παιδικούς ή νεανικούς θανάτους, με τις πολλές καθημερινές στεναχώριες και πιέσεις, θα μπορούσα να πω όλα αυτά είναι και ένα δικό μας μικρό μαρτύριο. Δεν συγκρίνεται βέβαια με το μαρτύριο των αγίων μαρτύρων, αλλά είναι όμως ένα μαρτύριο καθημερινό, συνειδησιακό. Στην έρημο το ονομάζουν μαρτύριο της συνειδήσεως. Ε, και σε μας είναι μαρτύριο λογισμών. Που οι λογισμοί μας κτυπούν αλύπητα, χωρίς να λογαριάζουν τίποτα, γι’ αυτό και χάνουμε πολλές φορές την ψυχική μας ισορροπία, και στεναχωρούμε ο ένας τον άλλον, και προκαλούνται τόσες και τόσες διαστάσεις μέσα σε μια οικογένεια.
Θέλω να πιστεύω ότι όλοι εμείς που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή μέσα στο ναό, ανήκουμε σε μια ευλογημένη κατ’ οίκον Εκκλησία, την οικογένεια εν Χριστώ, που δίνει και αυτή τον αγώνα της και το μαρτύριό της.

Περί ταπεινώσεως (Α' μερος)


Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

140 β

Θα ήθελα να κάνουμε σήμερα λόγο για την ταπείνωση.
Βέβαια ξέρω ότι την έχουμε όλοι μας και δεν χρειάζεται να μιλάμε για πράγματα που έχουμε,… αλλά, έ, επειδή άλλος την έχει πολλή πολλή ας πούμε, και άλλος την έχει μέτρια, άλλος την έχει λίγο, έ, ας πούμε να δούμε πως την βλέπουν και την ταπείνωση οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Και ειδικότερα μάλιστα όπως την εκφράζουν οι άγιοι ερημίτες και ησυχαστές. Γιατί σ’ εκείνους έδιδε πλήθος από αρετές, τους επλούτιζε από χαρίσματα, και όμως εκείνοι εφρόντιζαν με πολλή επιμέλεια να τις κρύβουν.
Να βλέπεις καμιά φορά, η καρδιά σου να βράζει από την ενεργουμένη μέσα σου προσευχή, και την νοερά ακόμα, και η επιμέλειά σου είναι τέτοια ώστε να μην μπορεί να την γνωρίζει κανένας, ούτε και να την καταλαβαίνει. Να το αντιλαμβάνεται πιθανόν ο πλησίον σου, ο συγγενής σου, ο φίλος σου, ο γείτονας, και συ να το αρνείσαι. Είναι αυτό ταπείνωσις!
Να αγαπάς τον πλησίον σου, ακόμα και τον εχθρόν σου και να τον ελεείς κρυφά, και το σπουδαιότερον να προσεύχεσαι γι’ αυτόν μέρα νύχτα, και να λες καλά λόγια γι’ αυτόν, να τον δικαιολογείς για τις πράξεις του, αυτό είναι ταπείνωσις.
Σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κάνω κηρύγματα. Και πρωινά, και εσπερινά, και βραδινά, και στους ναούς και στις αίθουσες και σε σπίτια. Συμμετείχα σε περισσότερες από δέκα χιλιάδες Θείες Λειτουργίες, από ό,τι έχω υπολογίσει, και όλες βέβαια με αναξιότητα. Και εγράφησαν αυτά που εγράφησαν. Εάν πιστέψω ότι όλα αυτά είναι δικά μου, και περάσει και ψιλός λογισμός, τότε είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια, κενοδοξία, εγωισμό και οίηση. Ταπείνωσις μηδέν. Έχουν γίνει με τη χάρη του Θεού και χιλιάδες εξομολογήσεις. Σας βεβαιώνω λοιπόν και άλλα πάρα πολλά τα οποία δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, σας βεβαιώνω λοιπόν ότι τίποτε από αυτά δεν θα με σώσει. Τίποτα. Τα έργα δεν σώζουν τον άνθρωπο. Κανένα δεν σώζει. Δεν πιστεύουμε στην εργοσωτηρία όπως πιστεύουν οι αιρετικοί. Και οι προτεστάντες, και οι παπικοί. Η ταπείνωσις σώζει. Και αν τυχόν σωθώ, θα σωθώ μόνον από το έλεος του Θεού που απορρέει από τη Σταυρική Του Θυσία και όχι από τα δήθεν έργα. Μπορεί όμως να σωθώ και αν μου κάνετε λίγη προσευχή. Δεν αποκλείεται να με λυπηθεί ο Θεός.

Εκατοντάδες ιερείς και επίσκοποι, Μητροπολίτες και Πατριάρχες, ιεροκήρυκες, προϊστάμενοι εκκλησιαστικών οργανώσεων, ακόμα και γεροντάδες με συνοδείες, και πολλοί άλλοι ρασοφόροι, ακόμα και λαϊκοί θεολόγοι και μη, με πολλές πολλές δραστηριότητες, ποικίλες ποιμαντικές δραστηριότητες, και θαυμαστές και αξιέπαινες μέσα στον κόσμο, όλοι μαζί τότε θα παρουσιαστούμε στην κρίση του Θεού και θα του πούμε: «Κύριε ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν; Στο όνομά σου δεν κηρύξαμε τον λόγον, το λόγο Σου, δεν προφητεύσαμε;» Ακόμα και προορατικοί γινήκαμε! Μερικοί από μας γίναμε και διουρητικοί. «Ου τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν;» Θα του πούμε; Δηλαδή με τις εξορκιστικές ευχές που διαβάσαμε, βγήκαν ακόμα και δαιμόνια! «Και τω Σω ονόματι πολλάς δυνάμεις εποιήσαμεν». Κάναμε δηλαδή και θαύματα. Όχι μόνο θεραπείες ασθενών ή ναρκομανών, αλλά και σώσαμε και ανθρώπους από το βούρκο της αμαρτίας ή μιας οιασδήποτε οικονομικής καταστροφής. Χτίσαμε ναούς και αίθουσες. Κάναμε.. κάναμε και ιεραποστολές, … και τι δεν κάναμε… Πολλά και θαυμαστά έργα! Και τότε θα γυρίσει ο Θεός και θα πει σε όλους εμάς, που καμαρώσαμε και αναφέραμε αυτά τα πράγματα που αναφέραμε στον Θεόν, «Ουδέποτε έγνων υμάς». Ποτέ δε σας εγνώρισα για δικούς μου μαθητάς. «Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». Φύγετε από μπροστά μου, διότι υπήρξατε εργάτες της ανομίας, δηλαδή χρησιμοποιήσατε τα χαρίσματα που σας έδωσα για δική σας ωφέλεια, για δική σας επίδειξη. Για να προβληθεί το όνομά σας, για να ικανοποιήσετε τον εγωισμό σας, τη ματαιοδοξία σας, την υπερηφάνειά σας, την εκμετάλλευση των αδυνάτων, την συγκομιδή αργυρίων και την ικανοποίηση πολλών πολλών πολλών πολλών άλλων παθών. Υπήρξατε ακόμα μερικοί από σας και θρησκειοκάπηλοι, η αμοιβή σας ποια είναι; Η καιομένη λίμνη πυρί και θείω. Αυτή να είναι η αμοιβή σας. «Εις το πύρ το αιώνιον, τω ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».
Εάν χριστιανοί μου δεν εξετάζομε και δεν ερευνούμε με αυτόν τον τρόπο την ζωή μας, τότε είμεθα γεμάτοι από υπερηφάνεια και δαιμονική αλαζονεία, ταπείνωσις μηδέν. Αυτά βέβαια που είπα αφορούν εμάς κατ’ εξοχήν τους κληρικούς και πρώτον εμένα. Διότι πράγματι θα παρουσιαστούμε και θα Του πούμε «ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν και δαιμόνια εξεβάλλομεν». Και πράγματι θα ακούσουμε οι περισσότεροι από μας, «υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, οι εργάτες της ανομίας».

Δαίμονες Δαιμονοκρατία εξορκισμοί (μέρος 1ον)




134 Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
17.1.2007

Πριν αρχίσουμε, να πούμε κάτι σχετικό από το μαρτυρολόγιο της Αγίας Μαύρας.
Δαιμονικοί πειρασμοί πολιορκούσαν αυτήν την μεγαλομάρτυρα Μαύρα, γύρω στο 283 μ.Χ. Καθώς αργοπέθαινε πολύ βασανιστικά πάνω στο Σταυρό για την πίστη της στο Χριστό. Εννιά ολόκληρα μερόνυχτα έμεινε σταυρωμένη πριν παραδώσει την ψυχή της στα χέρια του Κυρίου, όπως άλλωστε και ο σύζυγός της Άγιος Τιμόθεος, που ο ένας ενίσχυε τον άλλον στη βασανιστική αυτή πορεία, αφού ήσαν κρεμασμένοι και καρφωμένοι για εννιά ολόκληρες μέρες.
Την πρώτη νύχτα που προσηύχετο με πόνο ψυχής και σώματος η Αγία Μαύρα, για να δώσει υπομονή και αγωνιστικό κουράγιο και σ’ αυτήν και στον σύζυγό της, βλέπει ξαφνικά να την ζυγώνει ένας άνθρωπος χαμογελαστός. Με παιδιάστικη όψη που κρατούσε στα χέρια του ένα ποτήρι γεμάτο μέλι και γάλα. Το πλησίασε στα χείλη της και της είπε γλυκά :
-Πάρτο και απόλαυσέ το, για σένα τόφερα, θα σε τονώσει.
Μα η Αγία που προσηύχετο αδιαλείπτως, δεν έσπευσε να δεχτεί αυτήν την προσφορά, και ρώτησε:
- Ποιος είσαι;
- Α, ο άγγελος του Θεού είμαι.
-Αν είσαι τέτοιος που λες, έλα να κλάψουμε μαζί και να προσευχηθούμε στον Χριστό, που πέθανε για μας πάνω στο Σταυρό.
Εκείνος έκανε πως δεν κατάλαβε και γύρισε την συζήτηση αλλού.
- Ξέρεις κάτι; της λέει. Βλέποντας εσένα και τον άντρα σου πάνω στο Σταυρό, δίχως τροφή και νερό σε λυπήθηκα, θα τα καταφέρεις άραγε να συνεχίσεις;
Της έβαλε μέσα δίλλημα τώρα.
- Θα αντέξεις στα βασανιστήρια; Θα αντέξεις αυτήν την αιμορραγία του σώματος, του αίματος και των τόσο δυνατών πόνων;
- Ποιος σε έστειλε να μου τα πεις αυτά, τον ρώτησε εκείνη, με ασφαλώς με αδύνατη φωνή. Δεν ξέρεις ότι με την υπομονή και την προσευχή σιγά σιγά τώρα μαζί με τον άντρα μου πορευόμαστε προς τον ουρανό;
Και δίχως να πει τίποτε άλλο άρχισε να προσεύχεται λέγοντας "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με και σώσε με με τη Χάρη Σου, Συ που είσαι ο μόνος αληθινός Θεός."
Είδε τότε τον άγνωστο επισκέπτη να στρέφει το πρόσωπό του προς την Δύση και να γίνεται άφαντος. Κατάλαβε, ο άγγελος δεν ήταν παρά ένας μοχθηρός δαίμονας που είχε έλθει αυτές τις τελευταίες στιγμές, για να την κλονίσει στην πίστη της, να την παραπλανήσει.
Σε λίγο όμως, ή άλλη μέρα, την επισκέφθηκε κάποιος άλλος. Αυτός την πήρε τάχα στα χέρια του, και την έφερε σ’ ένα πλατύ ποτάμι. Ανάμεσα στις όχθες αυτού του ποταμιού κυλούσε πάλι μέλι και γάλα.
- Σκύψε και πιες όσο λαχταράς, της ψιθύρισε ο καινούργιος αυτός δήθεν ευεργέτης. Είσαι ξερή πλέον από τη δίψα. Ακόμα και ο Κύριος πάνω στο Σταυρό φώναξε «Διψώ».
Στην δελεαστική του αυτή προσφορά, αυτή αποκρίθηκε:
- Δεν πρόκειται να γευθώ νερό ή άλλο ποτό, αν τα χείλη μου δεν ακουμπήσουν στο Ποτήρι του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, διότι έχει μέσα σ’ αυτό το Αίμα Του που προσφέρει ζωή, αιώνια ζωή.
Ο άγνωστος έσκυψε στο ποτάμι, άπλωσε τις παλάμες του και ήπιε. Αμέσως όμως το μέλι και το γάλα χάθηκαν από μπροστά της, το ποτάμι κατέβαζε λάσπη πλέον, μια λάσπη κόκκινη, κοκκινόμαυρη από αίμα και σάπιο χώμα. Την ίδια στιγμή ο δαίμονας εξαφανίστηκε, και η Αγία ξαναβρέθηκε κρεμασμένη στο Σταυρό της.

Τρείς αγιοπνευματικές εμπειρίες σέ σχέση μέ τήν Δαιμονοκρατούμενη εποχή μας.


Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ



Ομιλία 133
1.11.2006

Πριν λίγο καιρό, χριστιανοί μου, γνώρισα έναν ευλαβέστατο έγγαμο ιερέα, τον πατέρα Χερουβείμ. Ο πατήρ Χερουβείμ ήταν φιλακόλουθος, ευλαβής, καλοσυνάτος, πράος, και με ταπεινό το φρόνημα. Συγχρόνως, ήτο και αφανής εργάτης, από το 1960 και εντεύθεν, της προφορικής ευχής, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", επηρεασμένος, κυρίως, από το τότε κυκλοφορηθέν βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού». Μετά, όμως, απ’ το 1968 και με τη μελέτη του βιβλίου «Γνόφος αγνωσίας», άρχισαν σιγά σιγά να τον καταλαμβάνουν κάποια πρωτόγνωρα γι’ αυτόν πνευματικά σκιρτήματα που τον γέμισαν από ουράνια ευτυχία. Ήσαν τα πρώτα θεϊκά ενεργήματα του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του, χωρίς όμως να μπορεί να τα αξιοποιήσει έτι περισσότερον, και μάλιστα πνευματικά, λόγω ελλείψεως καταλλήλου απλανούς οδηγού. Δυστυχώς στο Άγιον Όρος δεν είχε μεταβεί, και έτσι δεν ήξερε πώς να μπορέσει περισσότερο πνευματικά να καλλιεργήσει την ευχή. Ο Θεός, όμως, τον αξίωσε να δεί δύο από τα παιδιά του οικονόμους της Θείας Χάριτος, δηλαδή λειτουργούς του Υψίστου.
Πριν από τρία περίπου χρόνια, ο πατήρ Χερουβείμ συλλειτουργούσε μαζί με τους δύο υιούς του, τον πατέρα Γεώργιο και τον πατέρα Ιωάννη, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, στις 8 Νοεμβρίου, στον ιερό ναό της ενορίας του.
Κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας και στην Μικρά Είσοδο, εντελώς απροσδόκητα εμφανίστηκε να προπορεύεται ένας αστραφτερός και ολόλαμπρος διάκονος κρατώντας με το δεξί του το χέρι ένα χρυσό θυμιατό και με το αριστερό ένα κερί που έβγαζε αντί για φλόγα, φως χιλίων κηρίων, χιλίων βάτ. Από όλο το εκκλησίασμα μόνο καμιά δεκαριά χριστιανοί έβλεπαν το εξαίσιο αυτό θέαμα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κύριος Ιωάννης Παπαευθυμίου. Ο αστραφτερός αυτός διάκονος με την πάλλευκη στολή και τη συγχρόνως πιτσιλισμένη από αίματα εφαίνετο ότι συλλειτουργούσε μεν, με τους τρείς ιερείς, τον πατέρα με τους δυό γιούς, χωρίς όμως να κάνει εκφωνήσεις. Την εμφάνιση αυτού του αγγέλου, εκτός από τον κύριο Παπαευθυμίου, την είδαν και μερικοί άλλοι χριστιανοί, όχι περισσότεροι από δέκα. Ο αστραφτερός αυτός διάκονος είχε πάντοτε το κεφάλι σκυμμένο και στο πρόσωπό του διεκρίνετο μεγάλος σεβασμός και δέος προς τα φρικτά τελούμενα της Θείας Λειτουργίας, της επί γης Θείας Λειτουργίας.
Στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη με το ολοφώτεινο κερί πάντοτε στο χέρι του.
Στη Μεγάλη Είσοδο και πάλι μπροστά με το χρυσό θυμιατήρι, σαν τα δικά μας τα θυμιατά, αλλά χρυσό και το παράδοξο αυτό κερί στο άλλο του το χέρι.
Όταν ο πατήρ Χερουβείμ έφτασε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και είπε «τα σα εκ των σών» ο ουράνιος αυτός διάκονος έσκυψε μέχρι το έδαφος. Δεν γονάτισε, απλώς διπλώθηκε στα δύο και σκέπασε το πρόσωπό του με το οράριο, το οποίον κρατούσε με τα δύο του δάκτυλα, έτσι το κρατούμε το οράριο από δώ, και το έβαλε μπροστά στα μάτια του.
Στο «Εξαιρέτως της Παναγίας» δε σηκώθηκε αλλά παρέμεινε σκυφτός μέχρι που τελείωσαν οι ιεροψάλτες τον υπέροχον αυτόν ύμνον, «Άξιον Εστίν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον». Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του ήταν τόσο φωτεινό και τόσο λαμπερό, που ο κύριος Παπαευθυμίου, ο Ιωάννης, όπως και οι άλλοι, όχι όλοι, μερικοί, όχι παραπάνω από δέκα, δεν μπορούσαν να το ατενίσουν, γι’ αυτό έκλεισαν τα μάτια τους, όλοι τους. Όταν τα ξαναάνοιξαν, ο αστραφτερός αυτός διάκονος με τη χρυσή πάλλευκη στολή και την πιτσιλισμένη από αίματα είχε εξαφανιστεί.

Ο συνεχιστής τής Παραδόσεως τής Νοεράς προσευχής Οσιότατος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής



Ομιλία 132 Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
18.5.2005

Το Άγιον Όρος χριστιανοί μου είναι αυτό, που με το έμψυχο υλικό του συνεχίζει την παράδοση της νοεράς ησυχίας, της νοεράς καρδιακής προσευχής. Είναι αυτό που ανέδειξε στα χίλια χρόνια της ιστορικής πορείας του, αναρίθμητες οσιακές μορφές. Και πιστεύω πως όλοι αυτοί υπήρξαν η μεγαλυτέρα προσφορά στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι μόνον στην πατρίδα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πολλοί απ’ αυτούς τους οσίους μοναχούς, αναχωρητάς, ερημίτας και ησυχαστάς, έγιναν γνωστοί και ευμενώς αποδεκτοί ως άγιοι, και από μας που ζούμε ως λαϊκοί μέσα στον κόσμο, και γενικά από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Πολλοί από αυτούς ανεγνωρίσθησαν και ως Άγιοι.
Άλλοι πάλι, και αυτοί ήσαν οι περισσότεροι, θέλησαν να παραμείνουν στην αφάνεια, ακόμα και μετά τον οσιακό θάνατό τους. Και αυτό το κατόρθωσαν με πολύ κόπο και με την βοήθεια του Θεού.
Ο αληθινός Αγιορείτης μοναχός με τη βοήθεια κυρίως της νοεράς νηπτικής εργασίας του και με το πτωχό κομποσχοινάκι του και με τον κανόνα του, προσπαθεί με πολλή επιμέλεια να ζήσει στην αφάνεια. Δεν επιζητεί καμιά αναγνώριση σ’ αυτήν την ζωή. Και μερικές φορές εν Αγίω Πνεύματι μπορεί ακόμα να κάμει και τον σαλό για να αποφύγει τιμές και δόξα.

Μέσα στην αφάνεια έζησε και ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, άνθρωπος της πολλής νοεράς προσευχής. Μέγας στα μάτια του Αγίου Θεού, για την κρυπτή του νηπτική εργασία στη θεωρία της καρδιακής προσευχής, της πολλής αγάπης και του συντετριμμένου πνεύματος.
Μετά το θάνατό του όμως και την παρουσίαση της όλης του οσιακής ασκητικής ζωής του, και της γραπτές του από τον μακαριστό γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, απεδείχθηκε η οσιότητά του και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Άγιο γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, τον πνευματικό μου παππού, τον Αγιορείτη αυτό μοναχό που έζησε σαράντα περίπου χρόνια στο Άγιον Όρος μέσα στην αφάνεια. Μετά από είκοσι περίπου χρόνια από της κοιμήσεώς του, δημοσιεύονται αρκετές επιστολές του, απ’ αυτές που διεσώθησαν, διότι πολλές έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Όπως επίσης διασώζονται δώδεκα ή δεκατρείς επιστολές, προς κάποιον ερημίτη μοναχό, και τέλος η «Δωδεκάφωνος Σάλπιγξ» που περιέχει ιαματικά βότανα της ψυχής, λίαν ωφέλιμα για όλους εκείνους που επιθυμούν να σωθούν δια μέσου της νοεράς ησυχίας και ασκήσεως.
Ταυτόχρονα δημοσιεύεται και η ζωή του, με τα μέχρι τότε γνωστά στοιχεία και έτσι έγινε γνωστή όχι μόνον η σκληρή ασκητική ζωή του, αλλά και η νηπτική διδασκαλία του για την νοερά καρδιακή προσευχή αλλά και την αποκαλυφθείσα στον ίδιον από την Παναγία η ακριβής ημερομηνία του οσιακού του τέλους.

Ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ, κατά κόσμον Φραγκίσκος Κοτής, γεννήθηκε στο χωριό Λεύκες, στο νησί της Πάρου το 1898. Οι γονείς του Γεώργιος και Μαρία ήσαν άνθρωποι απλοϊκοί αλλά θεοσεβείς και με πολλή ευλάβεια. Και όπως φαίνεται ήταν προορισμένος από την κοιλιά της μάνας του να γίνει όχι μόνον μαθητής, μοναχός, του Χριστού, αλλά στρατηγός Του. Που θα έμπαινε πρώτος στη μάχη κατά του κακού και του διαβόλου, αλλά και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, διάδοχος της νηπτικής παραδόσεως και πατέρας χιλιάδων τέκνων.
Το ότι ήτο εκ κοιλίας μητρός προορισμένος γι’ αυτό το μεγάλο έργο, μας το διηγείται η ίδια η μητέρα του με ένα αποκαλυπτικό όραμα.
«Όταν γέννησα τον μικρόν Φραγκίσκον», λέγει, «και ήμουν ακόμα στο κρεβάτι ασαράντιστη με το μωρό δίπλα μου φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του σπιτιού μας και να κατεβαίνει ανάλαφρα ένας ολόλαμπρος άγγελος Κυρίου, ιεροπρεπής και ολοφώτεινος, και ήταν τόση μεγάλη η λάμψις του, που μόλις μπορούσα μετά βίας να τον αντικρύσω. Κατέβηκε λοιπόν ο άγγελος και στάθηκε δίπλα από το μωρό. Άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό, όπως φάνηκε για να το πάρει. Αμέσως διαμαρτυρήθηκα με αγωνία λέγοντας,
- Τι πάς να κάνεις εκεί, θα μου πάρεις το μωρό;
- Τον έχουμε γραμμένο εδώ! μου απαντά και μου δείχνει έναν κατάλογο με ονόματα μοναχών. Είναι γραμμένος στο τάγμα των αγγέλων.
Κατάλαβα, ηρέμησα και γαλήνεψε η ψυχή μου. Πήρε το μωρό, τον μικρό Φραγκίσκο, και στη θέση του άφησε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα Σταυρού. Μετά συνήλθα και όλα ήσαν κανονικά.
Από τότε πίστευω», κατέληξε η μητέρα του, ότι το παιδί μου αυτό μια μέρα θα εγίνετο μοναχός, και μάλιστα βεβαιώθηκα όταν μου χάρισαν ένα χρυσάκτινο Σταυρό.»
Κατά λέξη αυτά από τη μητέρα του.

Το οσιότατο γέροντα Ιωσήφ τον γέννησε το νησί της Πάρου, αλλά τον αναγέννησε το Άγιον Όρος. Τον μεταμόρφωσε, τον δόξασε, τον θέωσε, ύστερα από μια φοβερή μαρτυρική ασκητική πορεία καθάρσεως από τα ψεκτά πάθη. Και παρόλο που ήτο αγνός και αμόλυντος, όπως εξήλθε, όπως βγήκε από την κολυμβήθρα του Αγίου Βαπτίσματος, εν τούτοις βασανίστηκε απ’ τον πόλεμο της σαρκός, με τέτοια μανία και λύσσα από τον διάβολο, που κανένα ανθρώπινο χέρι και καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει.
Ο οσιότατος γέροντας, ο τότε Φραγκίσκος, παρέμεινε μέχρι της εφηβικής του ηλικίας κοντά στην οικογένειά του, και την βοηθούσε ποικιλοτρόπως. Στα δεκαοκτώ του όμως χρόνια φεύγει απ’ την Πάρο και έρχεται στον Πειραιά, και γίνεται εργάτης στα μεταλλεία του Λαυρίου μέχρι της στρατεύσεώς του στο Πολεμικό Ναυτικό.
Όταν αποστρατεύτηκε ασχολήθηκε με το εμπόριον με κέντρο την Αθήνα ως μικροπωλητής. Έτσι περιερχόταν στις διάφορες εμποροπανηγύρεις για να πωλεί την πραμάτειά του με απόλυτη δικαιοσύνη.
Κάποτε βρέθηκε και στο πανηγύρι της Παναγίας της Τήνου αλλά παρέμεινε άπραγος. Πώληση σχεδόν μηδενική. Και τότε ξεπήδησε ένα μικρό παράπονο.
- Δεν με λυπάσαι Θεέ μου;
Το βράδυ όμως στον ύπνο του βλέπει κάποιον υπερφυώς λάμποντα και απαστράπτοντα να τον ερωτά.
- Ποιος είμαι Φραγκίσκε;

Η αξία τής ευχής μέσα από τά πολλά είδη προσευχών




Ομιλία 131, Η Νοερά Προσευχή, μέρος 5ον
7.4.2005

Πριν πολλά χρόνια, χριστιανοί μου, όταν ζούσε ακόμα η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, μου διηγήθηκε την εξής αξιοθαύμαστη εμπειρία της, που της συνέβη στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, τότε που υπήρξε μεγάλη πείνα, η γύμνια και η παντελής φτώχεια. Ήταν ακόμα κοσμική, λαϊκή, όχι μοναχή. Ήταν τόση μεγάλη η στέρησις από τρόφιμα που, μόλις και μετά βίας, εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για όλη την ημέρα, τίποτε άλλο. Έτσι έφθασε εκείνη τη βαριά χρονιά η Μεγάλη Εβδομάδα. Έφθασε και το Μεγάλο Σάββατο και η κατάστασή της ήτο δραματική. Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθισε σε μια γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι και λέγοντας "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Όλοι οι χριστιανοί, που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία, νωρίτερα γιατί ήταν Κατοχή, κρατούσαν και από ένα κερί, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως», εκείνη η καημένη δεν πήγε να πάρει φως γιατί δεν είχε ούτε ένα μικρό κεράκι.
- «Εσύ, Χριστέ μου», έλεγε μέσα της, «αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα, να᾽ναι ευλογημένο».
Και μέσα στην προσευχή της, εξέφραζε την αγωνία της για τις στερήσεις, την πείνα που την θέριζε, για την λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" και το «να ᾽ναι ευλογημένο». Εν τω μεταξύ, είχε ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε η αναστάσιμη ακολουθία του όρθρου. Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την εξάντληση της πείνας. Από την πείνα τόσων ημερών, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους γύρω χριστιανούς. Συνήλθε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Θείας Πασχαλινής Λειτουργίας που αρχίζει, με το «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός είναι ο Λόγος». Λες και άκουγε από το στόμα του λειτουργού ιερέως και πνευματικού της, χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν βαθιά μέσα στην ψυχή της και την κατέλαβαν ολόκληρη ψυχοσωματικά και της δημιούργησαν ένα πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο χορτασμό και στην καρδιά και στις αισθήσεις και στο σώμα που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήταν χορτάτη! Και στην ψυχή και στο σώμα. Χορτάτη!
Αργότερα, της ήρθε ο λογισμός και η εσωτερική πληροφορία ότι οι Πατέρες της ερήμου και οι μεγάλοι αναχωρητές αυτόν τον υπερχορτασμόν αισθάνονται και βιώνουν, γι’ αυτό και δεν τρώνε και δεν γεύονται γι’ αρκετό καιρό τίποτα. Και άρχισε να αισθάνεται την πληρότητα αυτή στην ψυχή της, ταυτόχρονα με έναν υπερουράνιο χορτασμό που της πρόσφερε άρρητα ρήματα κατά την ομολογία της την ταπεινή, με υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά τούτου του κόσμου. Μια ακατάπαυστη ουράνια γλυκύτητα και πνευματικό χορτασμό αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλους τους πόρους του σώματός της και όλες οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο. Η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε διότι, ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεόν, με τη διπλή ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ταυτόχρονα μέσα στην καρδιά της έψαλε, μαζί, όχι με το πλήθος των χριστιανών αλλά και με πλήθος αγίων αγγέλων το «Χριστός Ανέστη». Γι’ αυτό, μετά την Θεία Κοινωνίαν της, και πριν τελειώσει η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, έφυγε αμέσως και πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια. Και εκεί δεν ήθελε να φάει αυτό που τόσο φτωχά είχε ετοιμάσει μια ξαδέλφη της. Τίποτα, μα τίποτα. Ούτε μια σταγόνα νερό.
Και επανέλαβε :
- Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια γεύση που αισθάνονταν και ήσαν, πως να το πω, σαν να εγεύοντο χίλια μέλια Θείας Χάριτος.
Είναι δικές της εκφράσεις. Στη συνέχεια, έκανε λόγο για υπέρλογες καταστάσεις Θείας Χάριτος, που δέχεται η ψυχή του χριστιανού, που προσεύχεται με την ευχούλα, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
- Όταν η ευχή, έλεγε η γερόντισσα, αποκτήσει τη δική της καρδιακή νοερά ενέργεια, τότε ο προσευχόμενος νους βλέπει, βλέπει μέσα στην καρδιά όχι το δικό του το κτιστό φως, αλλά το φως και τη δόξα του Θεού. Έρχεται δηλαδή σε κατάσταση θείας μακαριότητος και θείας ελλάμψεως, και κατακλύζεται από άφθονα αυθόρμητα δάκρυα, που έχουν τόση γλυκύτητα, ώστε οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτά τα δάκρυα να τα ονομάσουν γλυκύρροα. Ταυτόχρονα μια ουρανοφόρος ευωδία καταλαμβάνει όχι μόνον τον προσευχόμενο χριστιανό, αλλά και ολόκληρο το χώρο γύρω του.
Αυτά, κατά την αείμνηστη γερόντισσα Μακρίνα.

Τρόποι εκφράσεως τής ευχής καί οί καρποί της


Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ομιλία 130, Περί Νοεράς Προσευχής 4η
22.3.2005

Ένας περιπλανώμενος εξόριστος ιερεύς, κάνοντας τον τσαγκάρη στα φοβερά εκείνα χρόνια των τρομακτικών διωγμών στη Ρωσία, από το 1918 έως το 1925, μας δίδει μέσα από κάποιες γραπτές σημειώσεις του σε ένα πρόχειρο ημερολόγιο, κάποια βιώματα, όντως φοβερά και ανήκουστα ανοσιουργήματα. Γράφει και διηγείται ο ίδιος τα εξής:
Θα σας τα διαβάσω όπως τα γράφει.
Με έφεραν στη μικρή παραποτάμια πόλη, στο σπίτι ενός τσαγκάρη, του Σάββα Γρηγόριεβετς. Άρχισα να μαθαίνω την τέχνη του παπουτσή. Ο Σάββας, όμως, ήταν πιστός άνθρωπος. Καθόμασταν τα βράδια κάτω από μια φλαμουριά και μελετούσαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε πνευματικά, προσευχόμασταν. Ήταν ο Σάββας ένας λεβεντόκορμος γέροντας, με φωτεινή, καθαρή ψυχή. Κρατούσε από σόι παραδοσιακό, καθαρά Ορθόδοξο. Με τη ζωή του λες και ζωγράφιζε την εικόνα του Χριστού. Τα Σάββατα και τις Κυριακές έρχονταν οι συγγενείς του και άλλοι ευσεβείς άνθρωποι, τελούσαμε κρυφά τη Θεία Λειτουργία, στα πίσω δωμάτια.
(Εδώ τη Θεία Λειτουργία την έχουμε ελεύθερη τώρα.)
Οι χριστιανοί έμαθαν για μένα. Μου έφερναν κρυφά τα παιδιά τους, τα βρέφη τους, για να τα βαφτίσω. Μου ζητούσανε να τους εξομολογήσω, να τους κοινωνήσω, να τους παντρέψω εκκλησιαστικά. Η πόλη δεν είχε πλέον ιερείς. Πριν έρθω εδώ, ως τσαγκάρης εξόριστος, τους είχαν εξαφανίσει όλους. Άλλους, βέβαια, τους είχαν εξορίσει στο Σολόφκ, και άλλους τους θανάτωσαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Όρμισαν σε έναν ιερέα την ώρα που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο. Έχυσαν στο πάτωμα το Αίμα του Χριστού. Το λειτουργό τον έβγαλαν έξω με τα άμφια μαζί, έξω από την εκκλησία, και τον κρέμασαν στην πλατεία σε έναν ηλεκτρικό στύλο. Στο χωριό Ντουμπλάχ τον πατέρα Δημήτριο, συμμαθητή μου στην ιερατική σχολή, τον τύφλωσαν με τις λόγχες. Βαρύς ο Σταυρός της αμαρτίας, που έχει φορτωθεί όχι ο αμαρτωλός, γιατί ο αμαρτωλός μετανοεί, αλλά ο θεομάχος και ο πολέμιος της Ορθοδόξου πίστεως.
Κάποια νύκτα σε ένα καλύβι έγινα μάρτυρας μιας άγριας Ρωσικής κραιπάλης. Πέντε άνδρες του κόκκινου στρατού, μαζί με τον σπιτονοικοκύρη, τον ψαρά Συμεών, και τον καμπούρη Γιώτη Πέτρο, έφτιαχναν παράνομο πιοτό. Το ξέρω πως πρέπει να είχα φύγει από εκεί αλλά έμεινα. Γιατί από το μεθύσι και την αμαρτία του Ρώσου, που έχει πάντα μέσα του κάτι το μελαγχολικό, μπορεί κανείς να βγάλει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Τότε η ψυχή αποκαλύπτεται. Και σ’ αυτές τις θανάσιμες ώρες του χρειάζεται η παρηγοριά του Θεού από τον Ορθόδοξο ιερέα.
(Και μεις τον στήνουμε τον παπά στα έξι μέτρα.)
Οι στρατιώτες ήταν γεροδεμένοι, στρογγυλοπρόσωποι. Με πλακουτσωτές τις μύτες. Όσο τους έβλεπα ξεμέθυστους και νηφάλιους τους καμάρωνα και συλλογιζόμουν. Τι καλά που θάταν αν δούλευαν παραγωγικά για την πατρίδα μας και τον λαό μας, αν καλλιεργούσαν τα χωράφια, αν θέριζαν το στάρι; Τα λόγια τους ήταν, όμως, σκληρά, άρχισαν να φτύνουν και να βλαστημάνε. Με είδαν σε μια γωνιά, «ποιος είναι αυτός;» και ένας με έφτυσε αηδιαστικά. Περιπλανώμενος τσαγκάρης, απεκρίθηκε ο Συμεών.
- Ε, τότε φτιάξε μου τις μπότες, πετάχτηκε ένας άλλος.
- Θα σε πληρώσω, μη φοβάσαι.
Καταπιάστηκα με τη δουλειά. Εκείνοι κάθισαν και άρχισαν να πίνουν. Θέλησαν να με κεράσουν. Ήπια ένα ποτήρι αλλά μου προσέφεραν και δεύτερο. Για να το αποφύγω, δικαιολογήθηκα.
- Όχι άλλο, παιδιά, η καρδιά μου είναι αδύνατη.
Και τότε εκείνοι, σαν μικρά παιδιά, άρχισαν να περιγράφουν αναιδέστατα τους ηρωισμούς των. Πολλές και φοβερές ιστορίες διηγήθηκαν. Αλλά μια από όλες αυτές με συνεταραξε έως θανάτου. “Περίλυπος εγένετο η ψυχή μου έως θανάτου”, είπε και ο Κύριος, γονατιστός στον κήπο της Γεθσημανή. Ακούστε τι έγινε:
- Ε, τι είναι αυτά που είπαμε ως τώρα, λέει κάποιος. Μείς κάναμε πιο πιαστρικές δουλειές που ούτε στον ύπνο σας δεν τις έχετε δει.
Μιλούσε ένας μικροσωμος νεαρός με κόκκινα στρογγυλά φρύδια. Και η φωνή του ήτο τσιριχτή και διαπεραστική.

Η καρδιά καί ο τρόπος τής προφορικής ευχής


Π.ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ομιλία 129, Η Νοερά Προσευχή (μέρος 3ον)
9/3/2005

Κάποτε, όπως μου διηγείτο στα παιδικά μου χρόνια ο παπα-Θόδωρος, ο ιερεύς που με βάπτισε, κάλεσαν κάποιο βράδυ τον παππού του, που ’ταν και αυτός ιερεύς με το όνομα παπα-Γιώργης, για να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ετοιμάστηκε ο παππούς ιερεύς, παίρνοντας μαζί του τον εγγονό του, Θεόδωρο, για να κρατάει το φαναράκι αναμμένο και να πηγαίνει έτσι μπροστά. Πήγε στην εκκλησία, πήρε το Άγιο Ποτήριο με τη Θεία Κοινωνία, αφού προηγουμένως φόρεσε το πετραχήλι του και έβαλε στους ώμους του τον αέρα. Έτσι γινόταν τα παλιά χρόνια. Μπροστά πήγαινε ο μικρός, ο Θοδωρής, με το φαναράκι και ένα μικρό θυμιατό. Ήταν χειμώνας και οι δρόμοι ήσαν έρημοι και το κρύο πολύ. Σε μια στροφή του δρόμου, συναντούν μια σκοτεινή σιλουέτα - μόλις φαινόταν. Ο ιερεύς ούτε καν την πρόσεξε διότι όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο Άγιον Ποτήριον και στη φύλαξη των Τιμίων Δώρων, του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνη η σκιά ήταν γυναίκα, σταμάτησε απότομα και έντρομη. Ο παπάς, χωρίς να δώσει σημασία, προχώρησε στο δρόμο του. Πήγε στο σπίτι του αρρώστου και τον κοινώνησε. Σε λίγο γύρισε πίσω από τον ίδιο δρόμο και άρχισε να σιγοβρέχει. Κάτω ο δρόμος ήταν γεμάτος λασπόνερα. Και βλέπει σε μια στιγμή μια γυναίκα, γονατιστή μέσα στις λάσπες και στα νερά, να κλαίει με λυγμούς. Ήταν η ίδια, που είχε συναντήσει πριν.
- Στάσου παπά μου, του λέει, μην προχωρήσεις άλλο.
Σταμάτησε ο ιερεύς έκπληκτος και κείνη άρχισε με λυγμούς να διηγείται τα εξής που τάκουσε και ο μικρός ο Θεόδωρος, ο μετέπειτα παπα-Θόδωρος, που είχε σταματήσει και κείνος.
- Εγώ προηγουμένως παπά μου πήγαινα να αμαρτήσω. Να λερώσω το στεφάνι μου. Όταν, όμως, έφτασες κοντά μου, βγήκε μια φωνή από τη Θεία Μεταλαβιά, προφανώς βέβαια απ’ το Άγιο Ποτήριο, και μου είπε «Τι πας να κάμεις παιδί μου, τι πας να κάμεις;» Η φωνή ήταν τόσο γλυκειά αλλά και τόσο πονεμένη, που λύγισα, ντράπηκα. Και έπεσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω, να κλαίω και να κλαίω μέχρι τώρα. Παπά μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς.
Και κείνος ο απλοϊκός αλλά αγιασμένος λευΐτης του χωριού, ακούμπησε στο κεφάλι της το Άγιο Ποτήριο, ναι, πάνω στο κεφάλι της, και της είπε:
- «Λελυμένη και συγκεχωρημένη, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Μόνον μηκέτι αμάρτανε».
Επανέλαβε τους λόγους του Κυρίου που είπε προς την μοιχαλίδα γυναίκα, που την είχαν πιάσει επ’ αυτοφόρω, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τα ίδια εκείνα λόγια: «Μηκέτι αμάρτανε». Και κίνησε να φύγει. Φεύγοντας, την άφησε γονατιστή και την άκουσε βέβαια να λέγει εκεί όπως ήταν γονατιστή, «Θεέ μου, συγχώρεσέ με». «Θεέ μου, συγχώρεσέ με την αμαρτωλή, Χριστέ μου, ελέησέ με, Θεέ μου συγχώρεσέ με, ντρέπομαι», και άλλα πολλά τέτοια όμοια. «Και σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με συγχώρεσες, δεν θα το ξανακάμω».

Αλήθεια τι θαύματα μπορεί να κάμει ο Θεός, για να σώσει, έστω και μια ψυχή. Τι θαύματα… Μετά την απόθεση της Θείας Κοινωνίας στην Αγία Πρόθεση, λέγει ο παπα-Γιώργης στον εγγονό του:
- Έως ότου πεθάνουμε, και εγώ και αυτή δυστυχισμένη γυναίκα, δε θα μιλήσεις ποτέ, παιδί μου.
Και συνέχισε ο παπα-Θόδωρος:
- Στέφανε, παιδί μου, η αληθινή μετάνοια και η πίστις κάνουν θαύματα. Και τα κάνουν πάντοτε, και σήμερα! Tα πιο πολλά δεν τα ξέρουμε.
Άραγε, τι μάθημα ήθελε να μου δώσει εμένα; Το μικρό παπαδάκι, που βρισκόμουν μέσα στο Άγιο Βήμα. Τι μάθημα; Το θαύμα; Την πρόνοια του Θεού για το πεσμένο πλάσμα του; Τη δύναμη της μετανοίας; Το ευόλιστον της ανθρώπινης αδυναμίας; Τι απ’ όλα αυτά; Ή όλα μαζί;

Η προφορική ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με καί η κάθαρσις εκ τών παθών (μέρος 2ον)

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Θα σας διαβάσω έναν διάλογο, ενός υποτακτικού με τον γέροντά του, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Αυτόν τον διάλογο τον είχα ακούσει με τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, αλλά βλέπω ότι τον κυκλοφόρησαν σε φυλλάδιο, και μακάρι να είχαμε την δυνατότητα να το τυπώσουμε, όσοι είστε εσείς, ούτως ώστε, την ερχομένη Τετάρτη πάλι θα κάνουμε, την ερχομένη Τετάρτη που είναι της Τυρινής, θα ξανακάνουμε πάλι κήρυγμα την ίδια ώρα. Και να μπορούσαμε να το τυπώσουμε σε, όσοι, διακόσιοι, τριακόσοι, όσοι είστε, για να σας το μοιράσω, να τόχετε και εσείς.
Λέει,
- Πάτερ Εφραίμ, γέροντά μου, λέω την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
- Δεν καταλαβαίνεις εσύ που τη λες την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος, και καίγεται, και φεύγει. Ε, καλά παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα, από την ευχή, απ’ την προσευχή;
- Και βεβαίως θέλω!
- Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" που στην οποίαν ευχή αναφέρονται όλα τα πατερικά μας βιβλία. Και ειδικότερα βέβαια η φιλοκαλία.
Έκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.
- Έλα δω παιδί μου τώρα, του λέει, ύστερα από τις τρείς ημέρες, του έδωσε ένα καλάθι, - ξέρετε τι ήταν τα καλάθια; - και
- Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.
- Γέροντα, λέει, με συγχωρείς. Τα μυαλά τα έχω. Το λογικό το έχω, πώς θα γεμίσει αυτό νερό; Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναι, αλλά να γεμίσει νερό;
- Καλά παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δεις ένα θαύμα;
Λέει
- Μάλιστα.
- Ε, και να δείς τι δύναμη έχει η ευχή; Το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" τι δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δεις;
- Πώς, πώς, πώς!
- Ε, κάνε αυτό που λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή. Θα πάς και θάρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λες συνέχεια "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
- Νάναι ευλογημένο.
Πάει λοιπόν στο δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι την, εκεί που ήταν το νερό,
- "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Και βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω.
Το νερό γεμίζει το καλάθι! Και το καλάθι δεν τρέχει!
Δεν βγάζει ούτε από τα πλάγια, ούτε από κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια όμως, δεν διακόπτει την ευχή και τη λέει.
- "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Εννοείται βέβαια ότι ο γέροντας, ο Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, στο κελάκι του προσηύχετο για να δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγιό του. Το γέμισε το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν, να το δείξει στον γέροντά του. Να του πει δηλαδή ότι «Γέροντα, το καλάθι γέμισε νερό, και δεν τρέχει.
Στον δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αυτά τα πενήντα μέτρα, φανερώνεται ο διάβολος, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Σαν καλόγεροι, σαν καλόγερος. Του λέει,
- Καλόγερε, του λέει, που πάς. Πάω στο γέροντά μου.
- Πώς σε λένε;
- Γεώργιο.
- Πόσα χρόνια έχεις εδώ;
Λέει «πέντε – έξι».
- Και τι δουλειά κάνεις; Τι διακόνημα έχεις;
- Φτιάχνουμε σφραγίδια.
Με τον διάλογο, αδειάζει το καλάθι και το νερό φεύγει από κάτω ολόκληρο. Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή. Πήγε στο γέροντά του με άδειο το καλάθι.
- Τι συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μου φέρνεις το καλάθι άδειο;
- Γέροντα έτσι και έτσι.
- Αααα. Άφησες την ευχή παιδί μου. Και έπιασες διάλογο και διάλογο με αυτόν που φαινόταν σαν καλόγερος αλλά δεν ήταν καλόγερος, αλλά ήταν ο διάβολος. Εάν δεν του μιλούσες, το καλάθι θα ήταν γεμάτο νερό. Τώρα όμως που μίλησες και άφησες την ευχή, έφυγε το νερό. Βλέπεις λοιπόν, όταν έλεγες και όσο έλεγες την ευχή το καλάθι κρατούσε το νερό. Όταν τη σταμάτησες και άρχισες την αργολογία σου, έφυγε το νερό. Η προσευχή, το κομποσκοίνι με το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", η ελεημοσύνη, η πνευματική, διότι το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" είναι πνευματική ελεημοσύνη, νικά το έλεος του Θεού. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη απ’ αυτό το έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο. Ο Γέρων Ιωσήφ, ο όσιος, μας είχε πει ότι όχι μόνον με τη Θεία Λειτουργία, αλλά και με το κομποσχοίνι, με τη λεγομένη νοερά προσευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", βγάζεις ψυχές απ’ την Κόλαση και τις βάζεις στον Παράδεισο. Προσευχότανε ο γέροντας Ιωσήφ αρκετόν καιρό, και στο τέλος, όπως μας είπε, είδε όραμα που η ψυχή του είπε «Μεγάλη μου η μέρα σήμερα, πηγαίνω στο καινούργιο μου σπίτι, και αυτό το οφείλω σε σένα». Έτσι λοιπόν πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.

Γι’ αυτήν λοιπόν την αξία της ευχής, της προσευχής, κάνουμε σήμερα μια δεύτερη ομιλία, θα ακολουθήσει οπωσδήποτε και μια τρίτη.

Κάποιος χριστιανός, αδελφοί μου, πρίν από χρόνια, κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας, εδώ, στο ναό, με τα νοερά μάτια της ψυχής του, δε λέμε αν είναι γυναίκα ή άνδρας, λέμε, «χριστιανός», εν εκστάσει και θεωρεία πνευματική, είδε όραμα φοβερόν και εξαίσιον. Όχι με τις αισθήσεις του τις σωματικές, γιατί αυτό μπορεί να αποτελέσει και πλάνη, τι είδε, είδε λοιπόν εν εκστάσει τον αέρα που σκεπάζει τα Τίμια Δώρα, και τον κινεί ο λειτουργός ιερεύς πάνω απ’ αυτά όταν λέγεται το Σύμβολον της Πίστεως, όπως θα έχετε διαπιστώσει όσοι είστε στο κέντρον, το βλέπετε αυτό ότι κινούμε τον αέρα κατ’ αυτόν τον τρόπον, αν είμαστε δύο τρείς τον κρατάμε δεξιά και αριστερά, πάνω από τα Τιμια Δώρα.
Αντί λοιπόν να κρατάει ο ιερεύς τον αέρα, είδε αγγελικά χέρια πολλά, πάρα πολλά, χιλιάδες τα είπε, δεν νομίζω να ήταν χιλιάδες, πολλά, να τον κινούν ρυθμικά, μέχρι το «Αναστάντα την τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Και των μυριάδων εκείνων αγγέλων και αρχαγγέλων τα χέρια, άρχισαν να διπλώνουν τον αέρα, αέρας λέγεται αυτός, με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή. Είναι αυτό που βάζουμε στην πλάτη όταν κάνουμε την Μεγάλη Είσοδο.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο του Συμβόλου της Πίστεως, με το κίνημα του αέρος, συμβολικά μας φανερώνεται ο σεισμός που έγινε στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «ιδού σεισμός μέγας, άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών, απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου». Αυτό είναι από το εικοστόν όγδοον κεφάλαιον του Ματθαίου. Έτσι λοιπόν, κατά το δίπλωμα εκείνο του ιερού μανδηλίου, είδε αόρατο λίθο να αποκυλίεται εκ της θύρας του μνημείου, από το κενό μνημείο και να ανίσταται ο Κύριος, ενώ τα στόματα των αοράτων εκατομμυρίων αγγελικών τάξεων, ηκούοντο να ψάλλουν το «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον».

Είναι όντως φοβερό αυτό που έγινε, αλλά μας δίνει μια αφορμή, θα έλεγα, χριστιανοί μου, για το πόσο συχνά πυκνά και μείς κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, πρέπει να λέμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", και όχι όπως μερικές, ιδίως από σας να επαναλαμβάνετε τα λόγια του ιερέως, αυτό να ξέρετε είναι αμαρτία. Θα λέτε από μέσα σας "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
«Ελέησε την αδελφή μου, ελέησε τη Μαρία που είναι έγκυος, ελέησε αυτό το παιδάκι που έχει όγκο στο κεφαλάκι του, ελέησε την κυρά Δέσποινα που έχει καρκίνο …» και ούτω κάθε εξής.
«Ελέησε το σύντροφο της ζωής μου, ελέησε τα παιδιά μου…»
Πόσα μπορούμε να πούμε.. Πόσα μπορούμε ..
«Κύριε ελέησον», λοιπόν, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας.

Οι πέντε αυτές λεξούλες "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" μέρος της λεγομένης νοεράς προσευχής για την οποίαν βέβαια θα γίνει και μικρός λόγος, όταν ο Θεός θα μας δώσει καιρό και υγεία. Και πιστεύω ότι θα δοθούν κάποια βασικά στοιχεία για τη νοερά αυτή άθληση, διότι είναι άθλησις, είναι κόπος. Και μάλιστα κόπος έμπονος. Θα βασιστούμε βέβαια στις εμπειρίες των Αγίων γεροντάδων οδηγών Αγιορειτών Πατέρων και ασφαλώς στη θεοφώτιστη και την κεχαριτωμένη διδασκαλία του αειμνήστου και οσίου για μένα γέροντος Ιωσήφ του Σπηλαιώτου, που είναι παππούς μου, προπάππους για σας, και που είναι όντως άγιος, επαναλαμβάνω. Θα ακουστούν τόσα όσα μπορούμε να κατανοήσουμε και να καταλάβουμε.
Πάντα οι ζωηφόροι λόγοι περί της νοεράς και καρδιακής προσευχής δεν ακούγονται εύκολα. Πολλοί τα κοροϊδεύουν, άλλοι τα ειρωνεύονται, άλλοι τα απορρίπτουν, άλλοι λέγουν ότι είναι πλάνη. Και αυτό δεν ακούγονται με ευκολία, όχι γιατί δεν έχουν μόνον δοκιμάσει τι είναι η νοερά λεγομένη νοερά λεγομένη προσευχή, αλλά γιατί δεν έχουν αυτιά, για να θέλουν να ακούσουν. Αλλά εάν υπάρχουν αυτιά για να ακούσουν πρέπει μετά την ακοή, όσα θα ακουστούν, να γίνουν αυτά πράξις και βίωμα. Ζωή μέσα μας. Γι’ αυτό απαιτείται πολύ κόπος. Αρχίζοντας από την τήρηση των εντολών, και την καλλιέργεια των αρετών με πολύ πολύ ζήλο πνευματικό. Διότι τα αγαθά της νοεράς προσευχής, της ευχούλας "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", κόποις κτώνται.

Ο εν Χριστώ Ιησού σκληρότατος αυτός κόπος, και η ματωμένη άσκησις, συντελεί τα μέγιστα, στην κάθαρση του όλου ανθρώπου. Η τήρησις των εντολών, η καλλιέργεια των αρετών, η συμμετοχή μας όταν το επιτρέπει ο πνευματικός και η εκκλησία στα Πανάγια Μυστήρια, και ειδικότερα στη Θεία Κοινωνία, η φυλακή των αισθήσεων, η εγκράτεια στη γλώσσα μας, το ταπεινό φρόνημα, και η ειρήνη και η σιωπή στους λογισμούς συντελούν όλα μαζί στην κάθαρση από τα πάθη, με τη βοήθεια πάντοτε της Θείας Χάριτος, που έλκεται η Θεία Χάρις από την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Η κάθαρσις συντελεί τα μέγιστα σ’ αυτή την άθληση της προσευχής, αλλά και η προσευχή σε όλες τις βαθμίδες της βοηθά πολύ στην κάθαρση του αγωνιζομένου χριστιανού. Δεν μπορεί να νοηθεί καθαρά προσευχή, και προπάντως δε η νοερά και καρδιακή, εάν δεν συνταυτίζεται με την εσωτερική καθαρότητα που επιδιώκουμε και την οποίαν θέλει και ο Θεός. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», που όψονται, που Τον βλέπουν Αυτόν. Τον Θεό πού Τον βλέπουμε; Όχι μόνον στην δημιουργία, αλλά κυρίως μέσα στην καρδιά. Και γιατί στην καρδιά; Μα εκεί είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, βεβαιώνει ο Ευαγγελικός λόγος, και συμπληρώνει: «Εάν τις αγαπά με», εάν τις αγαπά Με, Με αγαπά, τον λόγον μου τηρήσει. Θα εφαρμόσει τον λόγον μου. Θα εφαρμόσει τις εντολές μου. Και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν. Και ο Θεός Πατέρας αγαπά τον προσευχόμενον απλανώς, και τότε προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν. Τότε κατεβαίνουμε, μαζί… Πώς; Αυτό για μας είναι άπιαστο από τα λογικά μυαλά μας, και κει μέσα στην καρδιά θα πραγματοποιηθούν Θεοφάνεια, διότι λέει «θα εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Θα κάνω την εμφάνισή μου εγώ ως Θεός, μέσα στην καρδιά του.
Όταν λοιπόν ο Ορθόδοξος Χριστιανός είναι μακριά
από τα σαρκικά φρονήματα και τις πτώσεις,
μακριά απ’ την ακηδία, τη σκληροκαρδία, την οργή και τον θυμό,
μακριά απ’ τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία,
μακριά απ’ την πλεονεξία,
μακριά από το ψεύδος, γιατί το ψεματάκι το έχουμε ψωμοτύρι, τι ψωμοτύρι λέγω, για ψύλλου πήδημα λέμε ψέματα.
Από το κουτσομπολιό και την κατάκριση, θα τα εξομολογηθείτε όσοι και όσες αυτές τις ημέρες, που γίνεται κάποιος θόρυβος, έχετε πέσει σε κατάκριση. Οι αληθινοί χριστιανοί δεν σκανδαλίζονται. Σκανδαλίζονται οι χλιαροί. Οι ολιγόπιστοι. Οι αμφιβάλλοντες. Όλοι οι άλλοι κάνουμε προσευχή και παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει μετάνοια γιατί πρώτα εμείς τη χρειαζόμαστε αυτήν.
Όταν λοιπόν είμεθα μακριά από τη γκρίνια και τα καθημερινά νεύρα,
και τέλος μακρυά – για τους άνδρες – τις βλασφημίες των θείων, τις κατάρες και τα διαβολοστέλματα,
τότε με ευκολία οδηγείται ο χριστιανός στην κάθαρση και στην ολοκληρωμένη ψυχοσωματική καθαρότητα εν Αγίω Πνεύματι.

Τα μέσα τα πνευματικά που αναφέραμε, μυστήρια δηλαδή, τήρηση των εντολών, αρετές, αυτά, μαζί με την προσευχή, την προφορική και την εσωτερική, διατηρούν και μονιμοποιούν μέσα μας το πνεύμα της μετανοίας, όσα και αν είναι τα λάθη που ως άνθρωποι κάνουμε κάθε μέρα. Ποιος δεν κάνει λάθη. Μια μέρα η ζωή μας επί της γης, θάναι και αυτή μεστή αμαρτιών. Διότι ο λογισμός μας, η σκέψη μας δηλαδή είναι αυτή η οποία διαπράττει τα περισσότερα των αμαρτημάτων. Η μετάνοια πιέζει το χριστιανό, μετάνοια λέμε, όχι μεταμέλεια, δεν πάμε να πούμε στον πνευματικό, «ξέρεις, έκλεψα, άνθρωπος είμαι, τι να κάνουμε, λέμε και κανένα ψεματάκι, πότε πότε κοροϊδεύουμε, και δεν ξέρω τι άλλο λέμε, και αυτό είναι φυσικό, και το άλλο είναι έτσι, και το άλλο είναι αλλιώς, και να τα λέμε και χαμογελώντας. Αυτό δεν είναι μετάνοια. Αυτό είναι κοροϊδία. Δεν κάνουμε στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως απαρίθμηση των αμαρτιών και των πτώσεων. Μετανοούμε ειλικρινά. Και όταν λέμε μετανοούμε ειλικρινά, δεν θα έχουμε την ντροπή μπροστά στον πνευματικό, αλλά να ντρεπόμαστε επειδή λυπήσαμε τον Θεόν. Αυτή είναι η αληθινή μετάνοια. Διαφορετικά δημιουργείται μία δυσκαμψία, θάλεγα στην ψυχή, και ένας πόνος για τον Θεόν, και μας ανοίγεται μια μεγάλη πληγή, η οποία διαρκώς αιμορραγεί. Άρα απαιτούνται δάκρυα, της συντριβής τα δάκρυα, μπορεί να μην τάχουμε στην Ιερά Εξομολόγηση και να τάχουμε στην προσευχή μας κατ’ ιδίαν, και αυτό είναι καλό διότι τα δάκρυα είναι η θεραπεία, της μεγάλης αυτής πληγής που λέγεται αμαρτία, την οποίαν βέβαια όσο μας είναι δυνατόν να την αποστρεφόμεθα, και εκεί επιτρέπεται το μίσος.
Όταν πολεμείται ο εν μετανοία αγωνιζόμενος χριστιανός, αντιπαλεύει. Αντιμάχεται τις προσβολές που δέχεται από το διάβολο. Όταν δέρνεται αντιτάσσεται και όταν προσβάλλεται δια των σκέψεων και των λογισμών, αντιστέκεται κυρίως με το έργον της ευχής, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Όταν πολιορκείται από τις φάλαγγες των δαιμόνων με οποιοδήποτε τρόπο, ειδικότερα όταν βομβαρδίζεται μανιακώς μέσα του, εσωτερικά, και ταράσσεται για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, θα φωνάζει συνεχώς "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Και ο Θεός που είναι πύρ καταναλίσκον, θα διαλύσει τις φάλαγγες των δαιμόνων και τους αχυρώδεις λογισμούς.

Γενικά ο χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται και να στέκεται όρθιος. Και στέκεται όρθιος και ασφαλίζεται από την θεϊκή προστασία όταν επικαλούμεθα συνεχώς το όνομά Του. Παρά τους κάποιους πειρασμούς και δυνατούς πόνους, η Θεία Χάρις έρχεται να προσθέσει στη συνέχεια και παράκληση και χαρά, και το κατά Θεόν πένθος. Προσφέρει αγαλλίαση. Γλυκύτητα στο Θείο Λόγο. Όταν βέβαια ο χριστιανός μελετά και κάθε μέρα την Καινή Διαθήκη.
Σας ζήτησα επανειλημμένες φορές να μελετάτε ένα κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης κάθε μέρα. Όταν δεν καταλαβαίνετε ένα στίχο να πηγαίνετε δίπλα στην ερμηνεία, αν και δεν χρειάζεται. Διότι μέσα απ’ αυτόν τον λόγον σας ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Κάποτε θα καταλάβετε.
Ακολουθούν και άλλα βέβαια στάδια πνευματικά, αλλά μας μένει η προσευχή, μελέτη του θείου λόγου, η Θεία Λειτουργία, η Θεία Λατρεία, η Ιερά Εξομολόγησις και όσα άλλα είπαμε. Για τα άλλα στάδια θα ομιλήσουμε αργότερα.

Στην αρχή βοηθάει πολύ η προφορική προσευχή, με την οποία μιλήσαμε στο περασμένο κήρυγμα, και θα συνεχίσουμε.
Η προσευχή της γλώσσης. Η προσευχή των χειλέων.
Που λέγεται ψιθυριστά ή φωναχτά, ακολουθεί κατόπιν, ύστερα θα ακολουθήσει βέβαια η προσευχή του νου.

Ρώτησαν κάποτε έναν αγιασμένο γέροντα, να τους πει με δυο τρείς σύντομες προτάσεις κάποιους κανόνες σωτηρίας. Σωτηρίας της Ορθοδόξου ζωής μας, που θα μπορέσουν με ασφάλεια να βάλουν την ψυχή στα χέρια του Παναγίου Θεού. Και κείνος είπε:
«Πρώτος κανόνας, προσευχή,
Δεύτερος κανόνας, προσευχή,
Τρίτος κανόνας, προσευχή».
Εάν αυτούς τους κανόνες τους θεωρήσουμε υπό μορφή βαθμίδων, θα πούμε,
Ο πρώτος κανόνας αναφέρεται στην προφορική προσευχή.
Ο δεύτερος κανόνας στην προσευχή του νοός. Την παίρνει ο νούς την προσευχή και την λέγει. Αν φανταστούμε ένα χταπόδι που αρπάζει το θύμα του και το κλείνει στα πλοκάμια του, έτσι λοιπόν με τέτοια πνευματικά πλοκάμια ο νούς, φράπ, αρπάζει το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, και το κλείνει μέσα του, και η ευχή λέγεται πλέον από το νου αβίαστα.
Και ο τρίτος κανόνας αναφέρεται στην τελειωτική και αγιαστική προσευχή η ποία και ονομάζεται καρδιακή. Τότε η ευχή στον αγιασμένο χώρο της καρδιάς λέγεται μόνη της, μέσα από το βάθος της καρδιάς. Βέβαια μπορούμε να πούμε την ευχή και με όλη μας την καρδιά. Και έτσι πρέπει να την λέμε, με όλη μας την καρδιά. Αλλά μας πυρπολεί όμως τότε η αγάπη του Θεού, που λέει αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ισχύος σου, και εξ όλης της καρδίας σου. Αλλά διαφέρει αυτό από το «από». Την λέγει τρόπο τινά την ευχή η ίδια η καρδιά. Ακούγεται από δω, απ’ το μέρος της καρδιάς, να λέγεται η ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", ενώ εμείς δεν την λέμε. Ούτε με το νου, ούτε με το στόμα. Ούτε ψιθυριστά, ούτε φωναχτά. Έτσι λοιπόν υπάρχει κάποια διαφορά από το «με» την καρδιά, και η διαφορά, άλλο «από» την καρδιά.
Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας. Αυτό σημαίνει να αγαπάς τον Θεόν με όλη σου την καρδιά. Ανταπόκρισις τώρα του Θεού στην καρδιά. Να λέει η καρδιά το όνομα του Ιησού. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι!
Η καρδιά είναι κέντρον φυσικόν, είναι κέντρον παραφυσικόν, αλλά είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Έδρα του Θεού είναι η καρδιά. Έδρα της Θείας Χάριτος είναι η καρδιά μετά το Άγιον Βάπτισμα, και το Άγιον Χρίσμα. Οι τρείς βαθμίδες αυτές, θα μπορούσαμε να τις παραλληλίσουμε με τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως που παρουσιάζουν μια προοδευτικότητα.
Η πρώτη βαθμίδα αναφέρεται στη μάθηση που παίρνει ένας μαθητής όταν βρίσκεται στο Δημοτικό Σχολείο.
Η δεύτερη όταν βρίσκεται Γυμνάσιο και Λύκειο και
η τρίτη πλέον όταν είναι φοιτητής μιας Πανεπιστημιακής Σχολής.
Αλλά και στο Δημοτικό Σχολείο υπάρχει όμως μία προοδευτικότητα. Άλλα μαθαίνει στην Πρώτη τάξη, άλλα στη Δευτέρα, άλλα στην Τρίτη κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και με τις Γυμνασιακές Σπουδές. Αλλά διαρκώς, δηλαδή, αυτές οι σπουδές, ως προς τη μάθηση και τη γνώση αυξάνονται από την Πρώτη στη Δευτέρα, από την Δευτέρα στην Τρίτη και κατόπιν στο Λύκειο και ούτω κάθε εξής. Και εδώ λοιπόν βλέπουμε ότι υπάρχει μια ανάλογη προοδευτικότητα.
Κατόπιν ερχόμεθα στα φοιτητικά χρόνια μέχρι που κάποιος να πάρει το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα, που όμως και αυτό δεν είναι αρκετό. Υπάρχει μια συνεχής πρόοδος ενός επιστήμονος, και όσο γηράσκει τόσο και αεί διδάσκεται. Αυτά λοιπόν ας τα αντιπαραβάλλουμε με τον χρόνο και τον τρόπον με τον οποίον θα πρέπει σιγά σιγά ως χριστιανοί που ζούμε μέσα στον κόσμο για να λέμε την ευχούλα. Βασικό στοιχείο, προηγείται πάντοτε η κάθαρσις, εκ των παθών όμως. Όχι η κάθαρσις εκ των ανθρώπων. Η κάθαρσις εκ των παθών.
Και όταν καθαριζόμεθα από τα πάθη, δηλαδή τα συστέλουμε σιγά σιγά, όσο μπορούμε, αυτό καλλιεργεί το πνεύμα της μετανοίας.

Στο βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», που το συνιστώ να το διαβάσετε όλοι σας, ιδίως το πρώτο μέρος, γίνεται αναφορά κατά πρώτον λόγον στην προφορική ευχή η οποία πρέπει να λέγεται συνεχώς. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", όπου και αν βρισκόμαστε, ό,τι και αν κάνουμε, χωρίς να διασπάται η προσοχή μας από μια συγκεκριμένη εργασία που τυχόν κάνουμε.
Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που εδίδαξε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος συστηματοποίησε τη νοερά αυτή εργασία και άθληση, προσφέροντάς την σε διδασκαλία μεστωμένη και τμηματική. Η προτροπή λοιπόν είναι να μάθουν πρώτα όλοι οι ιερείς, να εργάζονται αυτή την νοερά εργασία, αρχίζοντας από την προφορική και αργότερα να την προσφέρουν στο ποίμνιό τους, και ειδικότερα στα παιδιά, όπως ακριβώς το συνιστούσε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η διδασκαλία της νοεράς προσευχής να αρχίζει απ’ τα σχολεία. Για τις ημέρες μας όμως αυτό θα μπορούσα να πω ότι είναι χίμαιρα και εξωφρενικό. Ποιος διδάσκαλος τώρα τολμάει να μιλήσει στα παιδιά για την ευχή, - κάποιος το τολμούσε πριν από 12 χρόνια εδώ στο διπλανό μας σχολείο στο Δημοτικό, και έλεγε για ένα λεπτό θα λέτε όλοι μαζί "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Το έλεγαν και λέτε ύστερα ότι κατέβαινε ένα σύννεφο Θείας Χάριτος και όλα τα παιδιά ήταν ήσυχα. Πούντα αυτά όμως;

Από τις «Περιπέτειες του Προσκυνητού» βλέπουμε ότι ο πόθος του προσκυνητού ήταν να εφαρμόσει το θεόπνευστο ρήμα του Αποστόλου Παύλου της Αγίας Γραφής, που λέγει «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Αυτό ακριβώς το παράγγελμα είναι που ανάβει και τον θεϊκό ζήλο. Η λαχτάρα του γι’ αυτό τον κάνει να ερωτά, να πηγαίνει πότε από δω και πότε από κει, και να παρακαλεί τον Θεό να του στείλει διδάσκαλο ικανό και απλανή.
Γιατί η προσευχή, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, διαπιστώνει κανένας ότι ο διδάσκαλος είναι απαραίτητος. Δεν μπορεί να προχωρήσει κανείς.
Αυτό το είδος της προσευχής που ονομάζεται νοερά και καρδιακή, θα φέρει λαμπρά αποτελέσματα, αν διδαχτούμε τον τρόπον με τον οποίον γίνεται. Γι’ αυτό και το πρωί και το βράδυ, όποτε μπορούμε, γονατιστοί είτε όρθιοι, μπροστά στην εικόνα του Κυρίου να λέμε: «Κύριε δίδαξον ημάς πώς δεί προσεύχεσθε». Αυτό αναφέρεται μέσα στον Ευαγγελιστή Λουκά. Να διδαχτούμε λοιπόν αυτή την προσευχή των Αγίων Πατέρων, ιδίως δε των φιλοκαλικών Πατέρων, και ο Κύριος με κάποιον πιστό Του δούλο, αγαθού και απλανούς, θα μας διδάξει τον τρόπον ώστε να μπορέσουμε και μείς ανά πάσα στιγμή, να ανοίγουμε και να εκχέουμε την καρδιά μας επικοινωνούντες μετά του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Θα κάμω αυτή την διδασκαλία, αλλά εκ μέρους του γέροντός μου, την οποίαν και θα επαναλάβουμε, για να διδαχτώ πρώτος εγώ, να εφαρμόσω πρώτος εγώ, και εν συνεχεία με τη σειρά σας και εσείς. Τίποτα γλυκύτερο και ωραιότερο και ωφελιμότερο δεν υπάρχει από το να επαναλαμβάνουμε συνεχώς το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".

Και ο προσκυνητής διηγείται τα εξής: «Ο πνευματικός οδηγός μου με άφησε να φύγω, δίδοντάς μου την ευλογία του και λέγοντάς μου ότι κατά το διάστημα που θα έκανα εξάσκηση για αυτήν την προσευχή, έπρεπε να τον επισκέπτομαι συχνά και να του λέγω με λεπτομέρεια κάθε απορία και δυσκολία που θα συναντούσα, επειδή η εσωτερική προσευχή δεν μπορεί να προχωρήσει καλά και με επιτυχία χωρίς τις συμβουλές του ειδικού πνευματικού. Βέβαια στην αρχή τα πράγματα πήγαν καλά, μα έπειτα η προσπάθεια με κούραζε πολύ. Αισθανόμουνα οκνηρία, βαριόμουνα, είχα στεναχώρια, με κυρίευε η νύστα, κοιμόμουνα ακόμα και όρθιος, και άσε που ήταν σύννεφα οι σκέψεις και οι λογισμοί όλων των ειδών που με βομβαρδίζανε. Επήγα με θλίψη στον οδηγό μου να εξομολογηθώ την κατάστασή μου. Παιδί μου, μου είπε, ήρθε πάνω σου η επίθεσις των σκοτεινών δαιμόνων. Επειδή ο κόσμος εκείνος, τίποτα άλλο δεν έχει χειρότερο από την δική μας εγκάρδια προσευχή. Ο κόσμος του σκότους των δαιμόνων, προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε εμποδίσει και να σε απομακρύνει από το να λες την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Σ’ όποιον το πείτε θα σας κοροϊδέψει ότι κάνετε αυτό το πράγμα. Αλλά να το κάνετε και την ωφέλεια θα την δείτε στην πορεία της ζωής σας. Ουδέποτε βέβαια ο Θεός επιτρέπει πειρασμό για τον άνθρωπο που να είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που μπορεί να σηκώσει. Φαίνεται πως πρέπει η ταπείνωσίς σου να δοκιμαστεί ακόμα, του είπε ο γέροντάς του στον προσκυνητή, γιατί παρά τον περίσσιο σου ζήλο και προθυμία, ίσως είναι πολύ νωρίς να πλησιάσεις κάπως βαθύτερα στο χώρο της καρδιάς. Υπάρχει φόβος να πέσεις σε πνευματικό χάος.
Αυτά όλα που σας είπα τα λίγα, είναι από τις «Περιπέτειες ενός προσκυνητού», σελίδα 18.
Η ακατάπαυστη λοιπόν εσωτερική αυτή προσευχή του Χριστού, που πρέπει να τη λέμε διαρκώς με τα χείλη, ψιθυριστά ή φωναχτά ή από μέσα μας, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", να είστε υπερβέβαιοι αυτό που είπα προηγουμένως. Κάποτε ο νους θα ανοίξει το στόμα του, θα αρπάξει την ευχή που τη λέμε με τα χείλη και με τη γλώσσα, και θα τη λέει αβίαστα εκείνος.
Και όσο θα κυλά ο χρόνος τόσο και περισσότερο θα αισθάνεται νοερά ο προσευχόμενος χριστιανός, την παρουσία της Θείας Χάριτος μέσα του. Να τον μεταμορφώνει. Δε σχηματίζουμε την ευχή, ούτε την γράφουμε με λέξεις αλλά βιώνουμε την ευχή, ζούμε την αίσθηση της Θείας Χάριτος. Μπορούμε λοιπόν σε κάθε ασχολία αλλά και σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όποια και αν είναι εκείνη τη στιγμή που κάνετε εργασία, προκειμένου να γκρινιάζετε ή να μουρμουρίζετε ή να λέτε οτιδήποτε άλλο, λέτε "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", ώστε να εφαρμόζετε το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που λέγει στο Άσμα Ασμάτων, εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. Εγώ μπορεί να κοιμάμαι αλλά η καρδιά μου αγρυπνεί και λέγει "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".

Στο βιβλίο «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ, γράφονται τα εξής: Η πράξις αυτή, το να λέγεις την ευχούλα, είναι να βιάσεις τον εαυτό σου, να τον πιέσεις τον εαυτό σου, να πονέσεις λιγάκι, να πονέσει και λίγο και ο τράχηλος και οι ώμοι και το κεφάλι, για να λες διαρκώς με το στόμα την προσευχή, αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα, για να μη προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμούς μετεωρισμών. Να προσέχεις μονάχα στα λόγια, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Γι’ αυτό οι δυο πρώτες επιστολές από το βιβλίο αυτό απευθύνονται σε κοσμικό, τον οποίον είχα την ευλογία να γνωρίσω, και ο οποίος είχε την καρδιακή προσευχή όντας μέσα στον κόσμο με οικογένεια και παιδιά. Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι. Σα να έχεις μέλι στο στόμα σου, σα να έχεις μια καραμέλα. Ο πολυκαιρισμός λοιπόν της προσευχής, ευχής, συντελεί στο να την συνηθίσει εύκολα να τη λέγει ο νους με τον ενδιάθετο λόγο. Όταν λοιπόν το συνηθίσει ο νούς και το χορτάσει, από κει και κάτω θα πάει και προς την καρδιά.
Ο γέρων Ιωσήφ μας λέγει ότι στην αρχή μερικές φορές να λέγει κάποιος την ευχή, και να παίρνει μια αναπνοή. Κατόπιν να συνηθίσει να στέκει ο νους στην καρδιά, λέγει σε κάθε αναπνοήν μια ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ» εμβαίνει η αναπνοή, «ελέησόν με» και βγαίνει. Αλλά αυτό μπορεί να το τροποποιήσει κανένας και να την λέγει όπως μπορεί, δεν χρειάζεται αυτός ο τρόπος ακόμα, αλλά αυτό που είπαμε την περασμένη φορά, είτε με το κομποσχοίνι στο χεράκι είτε χωρίς αυτό να λέμε διαρκώς την ευχή, και αυτό θα γίνεται μέχρις ότου μας επισκιάσει η χάρις του Αγίου Θεού και αρχίσει αυτή να ενεργεί μέσα στην ψυχήν. Μετά από κει γνωρίζουμε πράγματα που δεν μπορεί να τα συλλάβει το μυαλό μας.

Παντού λέγεται η προσευχή. Καθήμενος στο κρεβάτι και περπατώντας και τρώγωντας, και εργαζόμενος. Και τινάζοντας τις κουβέρτες και μαγειρεύοντας. Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Όχι μόνον όταν πλαγιάζεις, αλλά και ακόμα και τότε, μέχρι που να σε πάρει ο ύπνος μπορείς να λες "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Θέλει αγώνα, πότε όρθιος, πότε καθήμενος. Όταν κουράζεσαι κάθεσαι. Ξεκουράζεσαι λίγο, πάλι όρθιος. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Αυτά λέγονται πράξις. Μερικοί εγείρονται και τη νύχτα και κάνουν μισή ώρα προσευχούλα. Άλλος μία ώρα, όσο μπορεί ο καθένας. Άλλος δέκα λεπτά, και κατόπιν ξανακοιμάται. Αλλά ταυτόχρονα όμως, να συμπαθείς όποιος είναι άρρωστος και ανήμπορος. Τον ορφανό να τον προστατεύεις. Τον πάσχοντα να ελεείς. Αγαπώντας τον πλησίον, σε αγαπά και ο Θεός, και τότε συ Τον αγαπάς, από την αγάπη που Εκείνος σου έδωσε. Εκείνος πρώτα αγαπά και εκχέει τη Χάρη Του, και μείς τα ίδια εκ των ιδίων, «τα σά εκ των σών» αποδίδουμε.

«Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Και ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι μη εξαιτίας των βιωτικών μερίμνων αφήνουμε την προσευχούλα.
Όταν λέμε την προσευχή δεν φανταζόμαστε τίποτα. Ο νους λέμε πρέπει να είναι αφάνταστος, χωρίς φαντασίες. Ανίδεος, χωρίς ιδέες. Ανεικόνιστος, χωρίς εικόνες. Ούτε του Χριστού, ούτε της Παναγίας, ούτε των Αγίων, τίποτα. Το μυαλό μας σκέτο και άδειο. Στην αρχή υπάρχει ένα σκοτάδι. Μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι του νοός θα λέμε την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Η ευχή θα αρχίσει να ενεργεί ως αύρα λεπτή μέσα στη διάνοιά μας και στην καρδιά μας. Και τότε έρχεται η κατάνυξις. Η κατάνυξις θα φέρει τα δάκρυα και τα δάκρυα θα φέρει τον κλαυθμόν.

Κάποιος τουρίστας στην Ουγκάντα, σας το είχα ξαναπεί αυτό, και τόχαμε αναφέρει και είναι και γραμμένο, συνήντησε έξω από μια αχυρένια καλύβα έναν Αφρικανό που κρατούσε στο δεξί του χέρι μια Καινή Διαθήκη, μεταφρασμένη στην διάλεκτο Σουαχίλι από τον αείμνηστο πατέρα Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, και με το αριστερό του ένα κομποσχοίνι.
- Τι κάνεις αυτού πέρα, τον ρώτησε ο τουρίστας.
- Τι να κάνω, του λέει. Να, λέω το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" και διαβάζω τον λόγον του Θεού, απάντησε ο ιθαγενής.
- Ά, καημένε, του λέει, εμείς τώρα αυτά τάχουμε ξεπερασμένα, έχουμε πάει στ’ άστρα. Έχουμε πάει στο φεγγάρι και συ ασχολείσαι με αυτά;
- Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, λέει, οι πολιτισμένοι, εκεί στη Γαλλία, και στα άλλα μέρη του κόσμου, εγώ ένα πράγμα ξέρω. Εάν δεν ήταν αυτά τα δυο, εγώ θα ήμουνα τώρα άγριος και σένα θα σε είχα φάει, και θα κρεμούσα το γυμνό σου το κρανίο τρόπαιο στην καλύβα μου.
Κόκκαλο ο τουρίστας.

Ας προσέξουμε γιατί αυτά προσφέρει και στην ορθόδοξη η Ελλάδα μας ο τουρισμός και δυστυχώς ο Δυτικός πολιτισμός, με όλα τα δεινά που έφερε στην πατρίδα μας, και τα οποία μέρα με την ημέρα χειροτερεύουν και ο κατήφορος θα είναι μεγάλος. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή, χάριν των παιδιών μας. Διότι αυτά θα αντιμετωπίσουν τα πολλά δεινά, που έρχονται στην πατρίδα μας ως θύελλα. Τι να πει κανείς; Τι να μιλήσω τώρα, αντί να μιλήσω για…

Πρίν από χρόνια ένας αγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, που καλλιεργούσε την ευχή όπως την διδάχτηκε, από τον γέροντά του, από τον πατέρα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη, ταξίδευε με λεωφορείο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Σε μια εικοσάλεπτη στάση του λεωφορείου εκεί στο Λεβέντη, κατέβηκε και κάθισε στη ρίζα ενός παρακειμένου δένδρου με πολλή σκιά, και συνέχισε να λέγει νοερά από μέσα του την ευχούλα, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Άλλωστε αυτήν την πνευματική αδολεσχία, την έλεγε συνεχώς σε όλο του το ταξίδι. Ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση κατέβηκε και εισήλθε ο νους μαζί με την ευχή στην καρδιά του με πλήρη την νοερά ενέργεια της ευχής. Και τότε ήλθε σε έκσταση. Ήταν σα να χάθηκε. Όταν ο προσευχόμενος νους εισέρχεται εν Αγίω Πνεύματι στο βάθος της καρδιάς, αλλοιώνει νοερά αλλά με ιεροπρέπεια, το επαναλαμβάνω, με ιεροπρέπεια, όλον τον ψυχοσωματικό άνθρωπο. Οι αισθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά, οι σκέψεις απαλείφονται και σιγούν, το σώμα αγγελοποιείται, και όλες οι λειτουργίες του σώματος ουρανοποιούνται. Έτσι και σ’ αυτόν τον χριστιανό που περιήλθε στην έκσταση, φώς ωραιότατον αλλά πάλλευκον, και άλλοτε λευκογάλαζον και ασυγκρίτως καθαρότερο και λαμπρότερο, απ’ το φως μιας ηλιόλουστης ημέρας, τον έζωσε μέσα και έξω. Εγένετο κατά κάποιον τρόπο σύγκρασις, ένωσις του φωτός και της ψυχής, ένωσις του φωτός και του νου, ένωσις του φωτός και του σώματός του, ένωσις φωτός και όλου του χώρου που υπήρχε γύρω του. Είχε την πνευματική αίσθηση μιας ανέκφραστης ειρήνης, και θείας μακαριότητος. Είχε τη συναίσθηση της αγνότητος του θείου φωτός, αλλά και της αγνότητος ψυχής και σώματος. Ανείπωτη ευτυχία και γεύση αιωνιότητος. Ταυτόχρονα είχε και μια ακατάληπτη πνευματική ενόραση. Τι είδε; Ο Θεός γνωρίζει. Τι του απεκάλυψε; Ο Θεός γνωρίζει. Άβυσσος είναι τα κρίματα του Θεού. Και ξαφνικά ήλθε στον εαυτό του από το κορνάρισμα του λεωφορείου για αναχώρηση. Και μέσα σε μια κατάσταση ειρήνης και άκρας ταπεινώσεως σηκώθηκε, και με δυσκολία εισήλθε στο λεωφορείο.
Και η απορία του: Πώς εγώ που είμαι σκώληξ, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία, δέχθηκα επίσκεψιν θείας χάριτος με τόση λαμπρότητα, αφού τα έργα μου, τα λόγια μου, και οι σκέψεις μου, είναι και λογίζονται ως «δράκος αποκαθημένης»;
Όταν το ανέφερε το γεγονός στο γέροντά του, φτάνοντάς του, στη Μονή Φιλοθέου, ο γέροντας του απάντησε ως εξής: «Στα τούβλα της ψυχής σου, έπεσε κατ’ άκραν συγκατάβαση, μια ακτίνα θείου φωτός, για να ξεβρομίσει λίγο την ψυχή σου. Παρά ταύτα τούβλο είσαι και τούβλο παρέμεινες». Η απάντησις του πνευματικού είχε σκοπό να φυλάξει την ψυχή του, από την οίηση, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό και την κενοδοξία.
Αυτό το βίωμα του αγωνιζομένου χριστιανού, ήτο μια από τις άπειρες δωρεές του Θεού προς το πλάσμα Του, που ηγωνίζετο καθημερινά και με πολύ φιλότιμο να λέγει την ευχούλα "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", τηρώντας βέβαια κατά δύναμη τις Ευαγγελικές εντολές, και συμμετέχοντας με πολλή ταπείνωση στα Πανάγια Μυστήρια.

Πρίν από χρόνια μου διηγήθηκε ένας σεβάσμιος ιερεύς το εξής θαυμαστό γεγονός:
Κάποιο Σάββατο απόγευμα, και μετά το τέλος του Εσπερινού αισθάνθηκε ελαφρά ζάλη, και κάθισε μέσα στο ιερό Βήμα για να συνέλθει, λέγοντας στο νεωκόρο και στους ιεροψάλτες να φύγουν, και αυτός αργότερα θα έκλεινε το ναό. Η ζάλη τον απεκοίμησε αρκετή ώρα, συνήλθε όμως από κάποιες μικρές κραυγές. Θεέ μου συγχώρεσέ με τον ελεεινό. Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν". Σηκώθηκε αθόρυβα ο ιερεύς, κοίταξε απ’ το πλάι της Ωραίας Πύλης χωρίς να γίνει αντιληπτός προς τη μια πλευρά του ναού και δεν είδε τίποτα. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, και τότε είδε έναν άντρα γονατισμένο μπροστά στην εικόνα του Χριστού του ιερού τέμπλου, που συνέχισε να επικαλείται το έλεος του Θεού, λέγοντας και ξαναλέγοντας «Κύριε, Κύριε, μη με απορρίψεις. Έλεος Χριστέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλόν. Είμαι τυφλός και σκοτισμένος. Σύ φώτισόν μου τον νουν. Είμαι νεκρός, Συ ανάστασέ με. Είμαι αμαρτωλός Κύριε, σώσε με». Και άλλα πολλά βέβαια με συντριβή. Και εντελώς ξαφνικά, μια φωτεινή νεφέλη περιέλουσε ολόκληρο τον γονατισμένο άνδρα, στο πρόσωπο του οποίου ανεγνώρισε ο ιερεύς έναν πιστό θεοσεβή χριστιανό που ονομάζετο Σωκράτης. Τίποτα περισσότερο δεν γνώριζε γι’ αυτόν παρά μόνον ότι ήτο πολύτεκνος πατέρας, φτωχός βιοπαλαιστής με πολλές θλίψεις, αλλά πάντοτε ειρηνικός και ελεήμων. Συμμετείχε δε συχνά στα θεία μυστήρια, πράγμα παράξενο για εκείνη την εποχή. Η όντως αξιοθαύμαστη αυτή φωτοχυσία, που εκάλυπτε ολόκληρον τον προσευχόμενο χριστιανό, το Σωκράτη, απλώθηκε κατόπιν και σε ολόκληρον τον ιερό ναό και μέσ’ το Άγιο Βήμα, πλημμυρίζοντας τον ιερέα εκείνον, τον παππούλη εκείνον από ανείπωτη ευτυχία και ανεκλάλητη ειρήνη που όμοια δεν ξαναβίωσε ποτέ.
Και να που σε λίγο η ολόλαμπρη αυτή φωτοχυσία, άρχισε σιγά σιγά να συστέλλεται, να χάνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Ο ναός επανήλθε εις την φυσική του κατάσταση. Ο Σωκράτης τότε σηκώθηκε, ασπάσθηκε με πολλή ευλάβεια τις άγιες εικόνες και έφυγε.
Ο ευλαβής εκείνος ιερεύς έκαμε πολλές μέρες για να συνέλθει από την κατάπληξή του και από το θαυμασμό.
Μια Κυριακή, ύστερα από ένα ενάμιση μήνα περίπου, λειτουργούσε στο ναό, και είδε όπως πάντα και το Σωκράτη εκκλησιαζόμενο, έχοντας δίπλα τον μεγάλο έγγαμο γιό του. Στο «μετά φόβου Θεού», κοινώνησε ο Σωκράτης των Αχράντων Μυστηρίων, και γύρισε στη θέση του. Κάθισε. Σε λίγο γονάτισε, γιατί κοινωνούσαν και άλλοι, ύψωσε τα χέρια του, έκανε το σημείον του Σταυρού, κάτι ψέλισε με τα χείλη του, και εκοιμήθη για πάντα τη στιγμή που οι ιεροψάλτες έψαλαν «Χριστός Ανέστη». Ήταν Κυριακή του Θωμά του 1959.

Αυτό το γεγονός μου θύμισε κάτι παρόμοιο, που συνέβηκε στον Άγιο Ρουμάνο ιερέα και ασκητή, τον πατέρα Κλεόπα. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο πατήρ Κλεόπας Ιλιέ, εκοιμήθη τώρα, βρισκόταν στο Ιερό Βήμα ενός μοναστηριακού ναού και διάβαζε γονατιστός, την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην εκκλησία να προσευχηθεί μια γυναίκα, που είχε έρθει στο μοναστήρι από το βράδυ. Προσκύνησε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο πατήρ Κλεόπας. Δε γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην εκκλησία. Την παρατηρούσα λέγει, συνεχώς, απ’ την Ωραία Πύλη. Εκείνη αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε απ’ την καρδιά της αυτά τα λόγια: «Κύριε μη με εγκαταλείπεις, Κύριε μη με εγκαταλείπεις». "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Είδα τότε ένα ολόλαμπρο φως γύρω της και τρόμαξα. Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά. Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά σιγά εξαφανίστηκε. Αφού έσβησε το θείο φώς σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω απ’ την εκκλησία. Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας.
Τα λέει ο πατήρ Κλεόπας αυτά.
Ιδού λοιπόν ποιος έχει το δώρο της προσευχής, συνεχίζει.
Να που μερικοί λαϊκοί απλοί χριστιανοί ξεπερνούν καμιά φορά μοναχούς και ερημίτας, και γιατί όχι πολλούς από τους εν τω κόσμω χλιαρούς ιερείς. Εγώ έκανα μετά την προσκομιδή, και απ’ την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαριά μνημονεύσεως στο χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι εκλεκτοί υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο.
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν και όλον τον κόσμον".
Αυτά διηγήθηκε ο πατήρ Κλεόπας, ο μεγάλος αυτός Ρουμάνος ασκητής ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς.

Αδελφοί μου εύχομαι ο Πανάγιος Θεός να δώσει σε όλους μας την δύναμη, δύναμη για μια καλή αρχή, για να μπορέσουμε σε κάθε στιγμή της ζωής μας να θυμώμαστε το όνομά Του,
"Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με",
Αμήν.


----------------------------------------------------------------------

Παράρτημα


ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ”
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α
Προς νέον ερωτήσαντα περί της “ευχής”

Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ μου, εύχομαι να είσαι καλά. Εσήμερον έγινα κάτοχος της επιστολής σου και σε δίδω απάντησιν εις όσα μου γράφεις. Αι πληροφορίες, όπου ζητείς, δεν απαιτούσι καιρόν και κόπον δια να σκεφθώ και να σε απαντήσω.
Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριάντα έξ και επέκεινα χρόνια.
Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ’ ευθείας τους ερημίτας, όπου εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί – πριν σαράντα χρόνια – όπου είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμεν οδηγούς.
Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχήν με το στόμα αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα· να μην προφθάνει ο νούς να σχηματίζη λογισμόν μετεωρισμού. Να προσέχης μόνο στα λόγια: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νούς και το λέγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνιθήση ο νούς και χορτάση – το μάθη καλά – τότε το στέλνει εις την καρδίαν. Επειδή ο νούς είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλόν ή πονηρόν ιδή ή ακούση η δουλειά του είναι να το κατεβάσει εις την καρδίαν, όπου είναι το κέντρον της πνευματικής και σωματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νού· λοιπόν όταν ο ευχόμενος κρατάει τον νούν του να μην φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνον τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποιαν βίαν και θέλησιν εδικήν του τον κατεβάζει εις την καρδίαν· και τον κρατεί μέσα δίκην κλεισούρας, και λέγει με ρυθμόν την ευχήν :

- Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!

Εις την αρχήν λέγει μερικές φορές την ευχήν και παίρνει μίαν αναπνοήν. Κατόπιν, όταν συνηθίση να στέκει ο νούς εις την καρδίαν, λέγει εις κάθε αναπνοήν μίαν ευχήν. “Κύριε Ιησού Χριστέ” : εμβαίνει η αναπνοή, “ελέησόν με” : εβγαίνει. Αυτό γίνεται μέχρις ότου επισκιάση και αρχίσει να ενεργεί η χάρις μέσα εις την ψυχήν· μετά πλέον είναι θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και καθήμενος και στο κρεβάτι και περιπατώντας και όρθιος. “Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε”, λέγει ο Απόστολος. Δεν πρόκειται όμως μόνον όταν πλαγιάζης να προσεύχεσαι. Θέλει αγώνα· όρθιος – καθήμενος. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι. Και πάλιν όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.
Αυτά λέγονται “πράξις”. Δεικνύεις την προαίρεσίν σου εις τον Θεόν· το πάν έγκειται εις Αυτόν, εάν σού δώση. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η χάρις Του ενεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις.
Το δε πώς γίνεται, πώς ενεργείται η αγάπη, είναι να φυλάξεις τας εντολάς. Όταν εσύ εγείρεσαι την νύκτα και προσεύχεσαι. Όταν βλέπεις τον συμπαθή και τον συμπαθής. Την χήρα και τα ορφανά, τους γέροντας και τους ελεής, τότε σε αγαπά ο Θεός. Και τότε και σύ τον αγαπάς. Εκείνος πρώτον αγαπά και εκχέει την χάριν Του. Και ημείς τα ίδια εκ των ιδίων, “τα σά εκ των σών” αποδίδομεν.
Εάν λοιπόν ζητείς να τον εύρεις μόνον δια της “ευχής”, μη βγάλεις πνοήν χωρίς την ευχήν. Πρόσεχε μόνον να μη δέχεσαι φαντασίες. Διότι το Θείον είναι ανείδεον, αφάνταστον, αχρωμάτιστον. Είναι υπερτέλειον. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή εν ταις διανοίαις ημών.
Η κατάνυξις έρχεται, όταν σκέπτεσαι πόσον ελύπησες τον Θεόν. Όπου εκείνος είναι τόσον καλός, τόσον γλυκύς, τόσον ελεήμων, αγαθός, όλος γεμάτος αγάπη. Όπου εσταυρώθη και όλα τα έπαθεν δι’ ημάς. Αυτά και άλλα όπου έπαθεν ο Κύριος, όταν μελετάς, σου φέρνουν κατάνυξιν.
Λοιπόν εάν ημπορέσης να λέγης την ευχήν εκφώνως και αδιαλείπτως, σε δύο τρείς μήνες την συνηθίζεις. Και επισκιάζει η χάρις και σε δροσίζει. Μόνον να την λέγεις εκφώνως, χωρίς διακοπήν. Και όταν την παραλάβη ο νούς, τότε θα ξεκουρασθής με την γλώσσαν να την λέγης. Και πάλιν όταν την αφήνη ο νούς, αρχίζει η γλώσσα. Όλη η βία χρειάζεται εις την γλώσσαν, έως ότου να συνηθίσης εις την αρχήν· κατόπιν, όλα της ζωής σου τα έτη, θα την λέγη ο νούς χωρίς κόπον.
Όταν έλθης, ως λέγεις, εις το Άγιον Όρος, να έλθης να μας ιδής. Αλλά τότε θα ομιλήσομεν άλλα πράγματα. Δεν θα σου μένει καιρός δια την ευχήν. Την ευχή αυτού θα την βρής, όπου θα είναι ήσυχον το μυαλό σου. Εδώ όπου θα γυρίζης στα Μοναστήρια αλλού θα περισπάται ο νούς σου, εις εκείνα όπου θα ακούς και θα βλέπης.
Εγώ είμαι βέβαιος ότι θα την βρής την ευχή. Μήν αμφιβάλλης. Μόνον κτύπα ευθέως εις την θύραν του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός θα σου ανοίξη· είναι αδύνατον. Αγάπησέ τον πολύ, δια να λάβης πολύ. Εις την αγάπην Του, πολλήν ή ολίγην, έγκειται η δόσις, πολύ ή ολίγον.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Β
Προς τον αυτόν περί της ευχής, και απόκρισις ερωτήσεων

Εχάρην πολύ δια την προθυμίαν σου όπου έχεις να ωφελήσης την ψυχήν σου. Και εγώ διψώ να ωφελήσω τον κάθε αδελφόν, όπου ζητεί να σωθή.
Λοιπόν, αγαπητέ μου και προσφιλέστατε αδελφέ, άνοιξόν σου τα ώτα. Ο προορισμός του ανθρώπου, αφού εγεννήθη εις αυτήν την ζωήν, είναι να βρή τον Θεόν. Δεν ημπορεί όμως να τον ’βρή, εάν πρώτον δεν τον ’βρή ο Θεός. “Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα”, αλλά τα πάθη μάς έχουν κλείσει τους ψυχικούς οφθαλμούς και δεν βλέπομεν. Όταν όμως στρέψη το ματάκι του προς ημάς ο πολύ αγαθός μας Θεός, τότε ως από ύπνον ξυπνούμε, και αρχίζομεν να ζητούμεν την σωτηρίαν μας.
Όθεν δια το πρώτον σου ερώτημα: Τώρα σε είδεν ο Θεός και σε εφώτησε και σε οδηγεί. Αυτού όπου είσαι εργάσου. Λέγε ακατάπαυστα την ευχήν· με την γλώσσα και με τον νούν. Όταν η γλώσσα κουράζεται, ας ερχίζει ο νούς. Και πάλιν, όταν ο νούς βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύης. Κάμνε μετάνοιες πολλές. Αγρύπνα την νύκτα, όσον ημπορείς. Και άν ανάψη φλόγα εις την καρδίαν σου και αγάπη προς τον Θεόν και ζητής ησυχίαν και δεν ημπορείς να σταθείς εις τον κόσμον – διότι μέσα σου ανάβει η ευχή – τότε γράψε μου και εγώ θα σου πώ τι θα κάμης. Εάν πάλιν δεν ενεργήση έτσι η χάρις, αλλά κρατείται ο ζήλος μέχρι του να πράττης τας εντολάς του Κυρίου πρός τον πλησίον, τότε ησύχαζε όπως είσαι, και καλά είσαι· μη ζητείς άλλο τίποτε. Την διαφοράν των τριάκοντα, εξήκοντα, εκατόν, θα την εύρης, όταν διαβάσης τον Ευεργετινόν. Θα εύρης εκεί και άλλα πολλά τοιαύτα γραμμένα και πολύ θα ωφεληθής.
Λοιπόν απόκρισις των άλλων σου ερωτήσεων: Η ευχή έτσι πρέπει να λέγεται με τον ενδιάθετον λόγον. Αλλ’ επειδή εις την αρχήν δεν την έχει συνηθίσει ο νούς, την ξεχνά. Δι’ αυτό την λέγεις, πότε με το στόμα και πότε με τον νούν. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου την χορτάσει ο νούς και γίνη ενέργεια.
Ενέργεια λέγεται εκείνο όπου, όταν λέγης την ευχήν, αισθάνεσαι μέσα σου – χαρά και αγαλλίασις – και θέλεις διαρκώς να την λέγης. Λοιπόν όταν παραλάβη ο νούς την ευχήν και γίνη αυτή η χαρά που σου γράφω, τότε λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς την βίαν την εδικήν σου. Αυτό λέγεται αίσθησις – ενέργεια· επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς την θέλησιν του ανθρώπου. Τρώγει, περιπατεί, κοιμάται, ξυπνά, και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχήν. Και έχει ειρήνην, χαράν.
Τώρα, διά τας ώρας της προσευχής· επειδή είσαι εις τον κόσμον και έχεις διάφορες μέριμνες, οπόταν βρίσκεις καιρόν κάμνε προσευχήν. Αλλά βιάζου συνεχώς να μήν αμελήσης. Δια την “θεωρίαν” όπου ζητείς, αυτού δύσκολον είναι· διότι θέλει απόλυτον ησυχίαν.
Εις τρείς τάξεις διαιρείται η κατάστασις η πνευματική· και αναλόγως ενεργεί η χάρις εις τον άνθρωπον. Η μία κατάστασις λέγεται καθαρτική, η οποία καθαρίζει τον άνθρωπον. Αυτή τώρα εσύ όπου έχεις λέγεται χάρις καθαρτική. Αυτή διεγείρει τον άνθρωπον εις μετάνοιαν. Η κάθε προθυμία, εις τα πνευματικά όπου έχεις, όλα της χάριτος είναι. Εδικόν σου δεν είναι τίποτε. Αυτή μυστικώς όλα ενεργεί. Αυτή λοιπόν η χάρις, όταν βιάζεσαι, παραμένει μαζύ ωρισμένα χρόνια. Και εάν προκόψει ο άνθρωπος δια της νοεράς προσευχής, λαμβάνει άλλην χάριν πολύ διαφορετικήν.
Η πρώτη, ως είπομεν, ονομάζεται αίσθησις – ενέργεια και είναι αυτή η καθαρτική, ότι ησθάνθη ο ευχόμενος κίνησιν – ενέργειαν θεϊκήν μέσα του.
Η άλλη ονομάζεται φωτιστική. Κατ’ αυτήν λαμβάνει φώς γνώσεως, ανάγεται εις θεωρίαν Θεού. Όχι φώτα, όχι φαντασίες, όχι εικονισμοί· αλλά διαύγεια του νοός, καθαρότης λογισμών, βάθος εννοιών. Αυτό δια να έλθη πρέπει ο ευχόμενος να έχει πολλήν ησυχίαν και οδηγόν απλανή.
Και τρίτη κατάστασις – επισκίασις χάριτος – είναι μετά από αυτά η χάρις η τελειωτική, όπου είναι δώρον μεγάλο. Δεν σου γράφω τώρα δι’ αυτό, επειδή δεν είναι ανάγκη. Εάν όμως θέλεις να διαβάσης περί αυτού, έχω γράψει με την αγραμματοσύνην μου, όταν εγίνοντο αυτές οι ενέργειες βιβλιαράκι χειρόγραφον “πνευματοκίνητος σάλπιγξ”. Ζήτησε να το εύρης. Αγόρασε και τον άγιον Μακάριον από τον Σχοινάν, τον αββά Ισαάκ, και πολύ θα ωφεληθής. Και ό,τι αλλοίωσιν συναντάς γράψε μου και εγώ σου απαντώ με προθυμίαν πολλήν.
Εγώ τον καιρόν ετούτον όλο γράφω εις όσους αρωτούν. Εφέτως ήρθαν από την Γερμανίαν μόνον και μόνον να μάθουν διά την νοεράν προσευχήν. Από την Αμερικήν μου γράφουν με τόσην προθυμίαν. Από το Παρίσι είναι τόσοι, όπου θερμώς ζητούν. Ημείς εδώ εις τα πόδια μας, διατί αμελούμε; Μήπως είναι σκάψιμο να φωνάζωμεν διαρκώς το όνομα του Χριστού να μάς ελεήση;
Τέλος, επικρατεί και μία εσκοτισμένη ιδέα του πειρασμού· ότι, άν λέγη κανείς την ευχήν, φοβείται μην πλανηθή· ενώ αυτό είναι πλάνη που λέγει.
Όποιος θέλει, άς δοκιμάση. Και, όταν χρονίση η ενέργεια της ευχής, θα γίνει παράδεισος μέσα του. Θα ελευθερωθεί από τα πάθη, θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αν δε είναι και εις την έρημον, ώ! ώ! δεν λέγονται τα καλά της ευχής!