Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου
Κανείς
ἀπό ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ
γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γὶ΄αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε
στὴν σειρὰ τῆς μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ
μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά˙ παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ
ἀφανής, πού ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει
ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς,
ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.
2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη,
χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές,
καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι
παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ
ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς
καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος
τους.
3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ
τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ
ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ
κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν
ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν
πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι
ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι΄ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν
κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν
Κύριον.
4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο,
καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν πού
ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῶ ὁ ληστὴς στὴν χορεία
τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας
ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!
5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς
καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε,
ἀλλὰ στὸν δαίμονα πού τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει
νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεό, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνουμε.
6. Εἶδα ἄνθρωπο πού φανερὰ ἁμάρτησε,
ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν πού ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ
Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως
ἐξευμενίσει.
7. Αὐτὸν πού σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον,
ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ
καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»;
Ἔτσι θὰ ἔχης δύο ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου
καὶ τὸν πλησίον.
8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς
σύντομες πού ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνουμε,
ἐφ΄ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὗ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ΄ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.
9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν
ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα
ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν
οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο πού ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς
καὶ ὄχι ἥλιος.
10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι
ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ
πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ
μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ΄ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι
γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά,
θὰ περιπέσουμε σ΄αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά.
11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ
κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν
ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικὰ τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα
(γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας»
καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικὰ του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση
πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ
ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς δικὲς του ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ζοῦσε
ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ
τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.
12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ΄ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.
13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ
στὸ νὰ ἁμαρτήσουμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσουμε, στὸ νὰ κατακρίνουμε ὅσους
ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς
γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ
τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ
κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ)
καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.
14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ
κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν
ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ
ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.
15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.
16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη
ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν
καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ
ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς
κατεδικάσθη.
17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς
ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες.
Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς
ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῶ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα
καὶ τὶς κατηγορίες. Γι΄ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν,
ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ΄ 7).
18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τούς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.
Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.
ΚΛΙΜΑΞ Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου,
Ἔκδοσις:Ι.Μ.Παρακλήτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου